Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Kυματισμοί - 3 κριτικά σημειώματα (7ο τεύχος)


Ευάγγελος Κ. Βαλσαμίδης, Το κτήνος ή το έπος των απωλειών, ποιήματα, Γαβριηλίδης, Aθήνα 2010, σελ. 76.


Ένα ποιητικό «μανιφέστο» που προκαλεί, προβληματίζει, ενώ απολήγει σε μια «κωμωδία» ντελίριουμ. «Οι κωμωδοί» (γυναίκες, άντρες, αφηγητές, ιεροφάντες), πλέουν σ’ ένα πυχτό και σκοτεινό άπειρο βάθος. Φαίνονται μόνο και δεν ακούγονται (οδυρμοί, βουβά τραγούδια, παραμιλητά, βρυχηθμοί). Με υλικά πανικού, όπως και με κατάμαυρο αίμα, ο ποιητής πλάθει μέσα στην κόλαση πρόσωπα ενεά, τα οποία αποβάλλουν υπερανθρώπινες ιαχές, εκφορές ασύλληπτων οντοτήτων, απύλωτα στόματα, εικόνες της σκοτεινής ανθρώπινης κόλασης. Μια γυναίκα ανεμογενής σαν τη Λάμια και ταυτόχρονα ταραξάνδρα, οι οφθαλμοί της αναζητούν όψεις κι αυχένες για να χωρέσουν και να συνταιριαστούν. Αναδύεται ο χρόνος και ο χώρος του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλή. Ενεργή φορείς σχεδόν καταστροφικοί. Φυσιογνωμίες και όψεις οιστρηλατημένες από εμπαθείς ίμερους. Ένα έργο πολυσπόνδυλο, αλλά συμπαγές, όπου γυρεύουν να βρουν εξιλέωση πλάσματα νεφελώδη και αδικαίωτα από την παρουσία του άλλου, παθήματα ανθρώπινα, όπου γης και κατοχής ήλιου: βάθος, βύθος, έρεβος. Ποίηση «άβατη», ακανθηρή, αυθεντική, μωσαϊκή, που υφαίνεται με ένα πακτωλό λέξεων και απανωτών εικόνων, από μία παραπληρωματική συνάφεια  έως την σύντηξη. Ένα στέρεο πλάσμα, καθώς συνιστά μια σύνθεση, όπου δεσπόζουν, η ψυχή, οι σκιές αλληγορικών σχημάτων και απτό σκοτάδι, το οποίο καλείται να το φωτίσει ο κάθε αναγνώστης με το δικό του φως, απ’ τα δικά του κενά περάσματα τού λίγου φωτός που  αναλογεί στον καθένα. Εδώ τα σώματα είναι υποταγμένα στην έκσταση για το επέκεινα, και αυτοδικαιώνονται σε σχέση με το αγγελικό, το υπερβατικό και το άυλο, αφού μπορούν να βιώνουν τη φθορά και τη φθίνουσα ύλη, μέχρι την ολοσχερή τους αναίρεση.  Οι ψυχές  ψηλαφούν, όσο  τους απομένει σκοτάδι με πολυθέλγητρους καταγγελτικούς μινυρισμούς. Στο οργιώδες αυτό ποιητικό δημιούργημα «ιερουργούν», γυναίκες, άνδρες και παρωδοί από τα δύο φύλα συμμέτοχοι,και άυλα επουράνια όντα που αυτοκαταγγέλουν την αδύναμη φύση τους. Δεσπόζει παντού το κενό που μπορεί να αλλοιώνει τα σχήματα, να ξεθωριάζει τα χρώματα τονίζοντας τις σκιές που άλλοτε γίνονται εντονότερες και άλλοτε αποχωρούν για να πάρουν νέα σχήματα και να κάνουν νέες κινήσεις. Υγρό και ασώματο άλλοτε υπόστρωμα, το στερέωμα των απωλειών, παιχνιδίσματα και δραματικές εντάσεις, μόρια χρόνου που εκφεύγουν από την ψύξη για ν’ αποκτήσουν γήινη θερμότητα. Μετωνυμίες μορφών και πραγμάτων, πηλός, ήλιος και σκότος. Κόσμος άναρχος, αεικίνητος, η γλώσσα του ανθρώπου και η γεύση του φθαρτού. Επιθυμίες, αναπολήσεις και απώλειες. Τρείς οντότητες σε μία και μόνη εναλλασσόμενων ρόλων: ο εαυτόν τιμωρών, ο εαυτόν κρίνων, ο εαυτόν υπερσκελίζων σατιριζόμενος.
Το αθόρυβο βήμα του χρόνου, ο χώρος σε μια ξεχαρβαλωμένη γεωγραφία και ο άνθρωπος σε χλοερά θαύματα φερέοικος, συνδιαλέγεται με τις σκιές. Γύρω του το ασταθές, το χαώδες, κινούμενη άμμος απειλητική, καταστροφική. Ιδεώδης τόπος αυτοχειρίας, «συμπλέει» με τις σκιές σε μορφές του απίθανου, του τρόμου που γεννά το παράλογο, απ’ όπου πηγάζουν οι τρομώδεις μύθοι, οι ουτοπίες, τα λογής φαντάσματα, ενώ το κτήνος «βασιλεύει» στην κατά τα άλλα ανθρώπινη θεία κωμωδία.
Το έργο πρέπει να διαβαστεί σαν ένα ενιαίο ποίημα και όχι αποσπασματικά, όχι μόνο για το ενιαίο του θέματος αλλά και για τον θεατρικό τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσεται, ακολουθώντας τα ίχνη τής κάθε φιγούρας στην κάθε πράξη, αλληλοδιάδοχα και προοδευτικά.

                                                                                                                                      ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ


Η πολυφωνική γραφή της Ελεύθερης Αγοράς


Πάνος Δρακόπουλος, Ελεύθερη αγορά (Ποιήματα 1999-2003), Γαβριηλίδης 2010, σελ. 84

Τον Δεκέμβριο του 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης η Ελεύθερη Αγορά, μια ποιητική συλλογή που περιλαμβάνει 43 ποιητικά κείμενα γραμμένα από το 1999 ως το 2003. Είναι το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Πάνου Δρακόπουλου. Το πρώτο, Πόσιμη Ζωή, εκδόθηκε επίσης από τις ίδιες εκδόσεις το 2006.
        Η περιδιάβαση στην Ελεύθερη Αγορά αποτελεί νομίζω μια εμπειρία ευφρόσυνη και γόνιμη για κάθε επαρκή αναγνώστη της ποίησης για πολλούς λόγους. Το βασικό χαρακτηριστικό της Ελεύθερης αγοράς, είναι η πολυφωνία τόσο σε επίπεδο θεματικής όσο και σε επίπεδο ποιητικής γραφής. Στην Ελεύθερη Αγορά παρουσιάζονται ένα πλήθος θεμάτων, διαχρονικών όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η διαδικασία της ποιητικής γραφής, η ελευθερία, η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, ο χρόνος. Η προσέγγιση και η οπτική καθενός από τα θέματα αυτά είναι πολυσήμαντη, όπως θα ταίριαζε σε μια πραγματική Αγορά όπου ο λόγος, πολυποίκιλος, θα εκπορευόταν από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων ελεύθερα και απρόσκοπτα.
         Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο προβληματισμός που εκφράζεται σχετικά με την ποιητική εμπειρία, καθώς απαντά σε ένα μεγάλο αριθμό ποιημάτων και φωτίζεται πολύπλευρα. Στο ποίημα «ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ή ο Σίσυφος πίσω από το ραδιόφωνο», η ποιητική γραφή προβάλλει ως μια διαδικασία επίπονη, ως μόχθος ατελεύτητος και αέναος.  

«Χτίσε το γραπτό και ρίχ’ το στο γιαλό»
-          Στοπ. Απ’ την αρχή.
«Ζήσε απ’ το γραπτό και μα ρίξου στο γιαλό»
-          Όχι, όχι, στοπ. Ξανά απ’ την αρχή! Απ’ την αρχή!
«Χτίσε το γραπτό…»

(Η τιμωρία του Σίσυφου, βασιλιά της Κορίνθου, διαβόητου για τις απάτες του, η οποία είναι συνεχής και αδιάλειπτη, σχετίζεται με τον αέναο μόχθο της ποιητικής δημιουργίας)
   
Άλλοτε πάλι η λειτουργία της ποίησης υπονομεύεται καθώς εκφράζεται η εγγενής αδυναμία να αποδοθεί η πραγματικότητα και τα στοιχεία που τη συνθέτουν, μέσα από τις λέξεις:


«ΘΥΜΑΣΑΙ;»

Θυμάσαι εκείνη τη βάρκα
που θύελλες, αγέρηδες, βροχές
- όλες οι παλάβρες του καιρού -
δεν κατόρθωσαν ρούπι να κινήσουν
απ’ τη συναχωμένη μύτη του γερο-κάβου;

Τη θυμάσαι στιλπνή
σαν του χελιού το πανωφόρι
πολύχρωμη σαν της μέλισσας το γυρολόι;
Τη θυμάσαι ακαταπόνητη
σαν το χαρτοπαίκτη
που δεν ντουμπλάρει ποτέ τα χαρτιά
του έρωτα και της πίστης
για να μη χάσει παρτίδα
από κλεψιά;

Τι να πρωτοσυλλέξεις στις δυο εδώ πέρα λέξεις;
Γίνεται το φώς ανάμνηση απλή; Ποίημα σάμπως γίνεται;

        Το θέμα της αδυναμίας των λέξεων περιλαμβάνεται και στο ποίημα «Γρίφος», ένα ποίημα υπαρξιακό με έντονη εξομολογητική διάθεση. Εδώ βλέπουμε μια απόπειρα να προσδιοριστεί το βαθύτερο εγώ του ποιητικού υποκειμένου αλλά στο τέλος οι λέξεις αποδεικνύονται και πάλι ανεπαρκείς: 

Είμ’ όλα αυτά
κι άλλα τόσα
που μύριες λέξεις
αδυνατούν να υποδυθούν
και ν’ αποδώσουν.

        Η ίδια θέση απαντά στην πιο ακραία εκδοχή της στο ποίημα «SAMUEL GODOT BECKETT ή συζήτηση περι του Ακατονόμαστου». Οι λέξεις στερούνται νοήματος και η ποίηση συνεπώς είναι μια απόπειρα να αποδοθεί το Ακατονόμαστο:

-Στις λέξεις, εδώ και αιώνες
δεν μιλάει το είναι τους
-Και τι λοιπόν μιλάει;
-Μιλάει το κενό, η ερώτηση, η ανικανότητα
-Αυτή τη στιγμή για σένα και προς εσένα ποιός ομιλεί
-Το κενό. Με εννόησες;
-Και πώς σε προκαλεί;
-Ερωτηματικά. Προφανώς
-Και τι θα έλεγες ότι χαρακτηρίζει τα λεγόμενά σου αυτά
καθώς και όλα τ΄ άλλα που φθογγίζεις
ή που φυτεύεις συχνά πυκνά
στο λευκό κήπο μιας σελίδας;
- Η ανικανότητα!»
       
           Η συνειδητοποίηση αυτής της εγγενούς αδυναμίας της έκφρασης ασφαλώς - και θα προσέθετα ευτυχώς -δεν αποτελεί εμπόδιο στην ποιητική δημιουργία στην οποία πιστεύει ο Δρακόπουλος και υπηρετεί, κατά την άποψή μου, επάξια.
        Σε επίπεδο ποιητικής ο δημιουργός χρησιμοποιεί έντεχνα ποικίλους ποιητικούς τρόπους και στιχουργικές μορφές. Οι σκέψεις, οι ιδέες και τα συναισθήματα του ποιητή εκφράζονται άρτια και με επάρκεια είτε διαρθρώνονται σε ολιγόστιχα ποιήματα είτε σε εκτενείς αφηγηματικές συνθέσεις. Ειδικότερα στα ολιγόστιχα ποιήματα η φειδωλή χρήση των λέξεων αυξάνει την ποιητική τους ένταση. (βλ. «ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ», «ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ ΑΣΤΕΙΟ»).


Μια χαραμάδα
σαν βεντάλια κλειστή
το απομιμήσεως
αύριο (DIABOLUS INCARNATUS)

      Στα εκτενή αφηγηματικά ποιήματα από την άλλη (π.χ. «ΤΟ ΑΥΤΟ ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», «ΑΝΘΡΩΠΟΙ», «Η ΚΛΟΠΗ») ο ποιητής επιστρατεύεται έντεχνα ποικίλους λυρικούς ποιητικούς τρόπους,  ώστε να αμβλύνει τον πεζολογικό τους χαρακτήρα. Τέτοιου είδους ρητορικοί τρόποι που εντείνουν το ρυθμική αγωγή των ποιημάτων αυτών είναι, π.χ., οι επαναλήψεις στίχων, φράσεων και λέξεων. Ιδιαίτερα εμφατική είναι η επανάληψη ολόκληρων στίχων στην αρχή στροφικών σχημάτων. Συχνή επίσης είναι και η παρουσία της παρήχησης. 
        Επίσης στην Ελεύθερη Αγορά ο αναγνώστης ανακαλεί παραδοσιακά στιχουργικά σχήματα όπως π.χ. ιαμβικούς στίχους (δεκαπεντασύλλαβους και όχι μόνο) και στίχους τροχαϊκού ρυθμού παράλληλα με την ανάγνωση ελευθερόστιχων ποιημάτων που αποτελούν την κυρίαρχη στιχουργική πρακτική της συλλογής. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί πως η δημιουργία έμμετρων στίχων είτε ενσωματώνονται σε ελευθερόστιχα ποιήματα είτε χρησιμοποιούνται σε ολόκληρα ποιήματα είναι εμφατική. Θέλω να πω πως ο διάλογος με την παραδοσιακή έμμετρη ποίηση προβάλλεται έντονα από τον δημιουργό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση αποτελεί το ποίημα με τίτλο «ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΣ». Εδώ ο δημιουργός υπαγορεύει στον αναγνώστη (ακόμη και σε αυτόν που είναι ανεπαρκής σε θέματα στιχουργίας) να διαβάσει το ποίημα λαμβάνοντας υπόψη και τη μορφή του.
      Ένα ακόμη παράδειγμα δημιουργικού διαλόγου με την ποιητική παράδοση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί το ποίημα «ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ»

Άνοιξη αγνή, τρυφή
Εις τον χορόν πάντα γυμνή
Ως τα φύλλα π’ ανθίζουν
Γλυκοφιλώντας την αυγή.

Της μούσας είσαι και του πόθου
η ταγμένη
      η ταραγμένη εποχή!


Εδώ η διακειμενική αναφορά περιλαμβάνεται επίσης στον τίτλο και αφορά στη μορφή του ποιήματος: στιχουργία και γλώσσα. Ειδικότερα η πρώτη στροφή αποτελείται από τέσσερις στίχους ιαμβικού ρυθμού και παραπέμπει στην ιδιόμορφη στιχουργία του επτανήσιου ποιητή. Η γλώσσα επίσης έχει μια επίφαση λογιότητας (π.χ. «εις τον χορόν») που θυμίζει τον Κάλβο αλλά εδώ γίνεται φορέας ενός νοήματος που απέχει παρασάγγας από την πατριωτική / εθνική ποίηση του Κάλβου καθώς στο ποίημα αυτό υμνείται η Άνοιξη. Έτσι δημιουργείται μια δραστική αντίθεση ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο που αυξάνει το αισθητικό αποτέλεσμα του ποιήματος. Στους τρεις τελευταίους στίχους το καλβικό ιαμβικό σχήμα εξαρθρώνεται και η απελευθέρωση από το ποιητικό πρότυπο εικονοποιείται με τρόπο έντεχνο σε μορφικό επίπεδο μέσα από την ιδιαίτερη διάταξη των στίχων οι οποίοι αναφέρονται στην νέα (ποιητική) εποχή και τα χαρακτηριστικά της.
         Στην Ελεύθερη Αγορά βρίσκουν επίσης θέση και ποιήματα που εντάσσονται σε επίπεδο μορφής και έκφρασης στην νεωτερική τεχνοτροπία. Π.χ. το ποίημα «ΑΦΑΙΡΕΣΗ» θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως διαλέγεται με την υπερρεαλιστική γραφή. Ένα ακόμη δείγμα που εντάσσεται στην πρωτοποριακή ποιητική, ειδικότερα στην σχηματική ποίηση αποτελεί το ποίημα «ΟΔΟΣ ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ» στο οποίο το περιεχόμενο του κειμένου αισθητικοποιείται μέσα από την ιδιαίτερη διάταξη των στίχων του (π.χ. αποδίδεται οπτικά η άκρη του επίγειου γκρεμού).      
           Αυτή η θεματική και η μορφολογική πολυφωνία που χαρακτηρίζει τα ποιήματα της Ελεύθερης Αγοράς, όπως παρουσίασα παραπάνω, ασφαλώς και δεν υποδηλώνει αμηχανία ή αναποφασιστικότητά του δημιουργού στην επιλογή ποιητικής γραφής. Διότι τα ποικίλα ποιήματα της συλλογής δεν συνιστούν προϊόντα πειραματισμού του δημιουργού σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Αντίθετα η πολυφωνική γραφή της Ελεύθερης Αγοράς αποτελεί συνειδητή επιλογή του ποιητή και καρπό ώριμης διαχείρισης. Ως εκ τούτου δεν οδηγεί σε ένα αντιφατικό και ετερόκλητο αισθητικό αποτέλεσμα αλλά σε μια πολυεπίπεδη ποιητική σύνθεση που χαρακτηρίζεται παράλληλα από ενότητα και συνοχή. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την παρουσία σταθερών χαρακτηριστικών που απαντούν στα ποιήματα και συμβάλλουν στην συνοχή του τελικού ποιητικού αποτελέσματος.
           Ένα από αυτά είναι το στοιχείο της ειλικρίνειας και της γνησιότητας στην έκφραση σκέψεων, προβληματισμών αλλά και συναισθημάτων. Τίποτα δεν προβάλλει ως επίπλαστο και πεποιημένο. Είτε ο ποιητής πραγματεύεται το ζήτημα του  έρωτα, του θανάτου είτε εκφράζει τον προβληματισμό του για θέματα επικαιρικά ή για την διαδικασία της ποιητικής γραφής, ο λόγος που αρθρώνει είναι σαφής, ξεκάθαρος και ευθύβολος. Πολλά ποιήματα άλλωστε είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο, γεγονός που καθιστά τον λόγο του ποιητή πιο άμεσο και προσδίδει σ’ αυτόν και ένα τόνο εξομολογητικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα  «ΠΙΣΤΕΥΩ»:

Πιστεύω
Στην αγρύπνια της πεταλούδας και στη χαραυγή του
    πάθους
         δηλαδή του πόθου
Στην ποίηση και στις λέξεις που βουβαίνονται απ’ τον όρθρο της σιωπής…

Πιστεύω
Στο νησί του ανθρώπου και της τέχνης του
Στο ψέμα που αληθεύει
       και όχι στο μελάνωμα του ίδιου του πρέπει.

Πιστεύω σε Σένα
Τη θαλερή αντίρρηση των πιστεύω μου.
Στη διακήρυξη της Ζωής με όνομα και πάθος γυναικείο.
Και τέλος
– εάν υπάρχει τέλος ανθρωπινό-
Με βέβηλη ταπεινότητα
Πιστεύω
       στο ρίγος σου. 
      
Θεωρώ ότι στο ποίημα αυτό περιλαμβάνονται πολλά από τα βασικά στοιχεία της ποιητικής του Πάνου Δρακόπουλου: η ενασχόληση με το ζήτημα της ποιητικής γραφής και της λειτουργίας της (όπως ήδη παρουσιάσα παραπάνω) η στοχαστικότητα, ο λυρισμός και μια σπάνια αισθαντικότητα.
          Στη συνέχεια θα προσπαθήσω μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα να αναδείξω την στοχαστική διάθεση που χαρακτηρίζει τον ποιητικό λόγο στην Ελεύθερη Αγορά. Με τον όρο στοχαστική διάθεση εννοώ την διανοητική εγρήγορση και τη στοχαστική σκέψη με την οποία πραγματεύεται ο ποιητής τα θέματα που τον απασχολούν. Ειδικότερα δεν επιχειρεί να δώσει απόλυτες και μονοσήμαντες απαντήσεις, αντίθετα αρθρώνει ένα λόγο που απορρίπτει και αρνείται τις βεβαιότητες.

«Πιστεύω στη θαλερή αντίρρηση των πιστεύω μου».

           Καταθέτει τον προβληματισμό του που είναι αποτέλεσμα διανοητικής διεργασίας και στοχάζεται για ποικίλα θέματα, όπως για τον έρωτα, το θάνατο, το χρόνο, την ελευθερία αλλά και θέματα επικαιρικά όπως για την πρόοδο της επιστήμης και για την σύγχρονη πολιτική και τους πολιτικούς. 

Παραθέτω ενδεικτικά κάποιους στίχους από το ποίημα «ΑΝΘΡΩΠΟΙ»

Αυτοί που μόχθησαν
Ν’ ανεβάσουν
Την Βαβέλ στον ουρανό
Ήταν άνθρωποι

Αυτοί που πέρασαν
Το δαχτυλίδι του μύθου
Στο λοξό δάχτυλο της πίστης
Ήταν άνθρωποι.

Αυτοί που γεφύρωσαν
Το σισύφειο ανηφόρι
Με τα χρόνια των κβαντικών υπολογισμών
Και της σκόνης της λευκής
Ήταν και είναι άνθρωποι.
…...........................................................................

Αυτοί που φορολογούν τον ήλιο
 Για να τοκίζουν το πλεονάζον σκοτάδι
Άνθρωποι,
Τους ακούς να απαντούν
Όταν τους ρωτάς «μα τι σόι πλάσματα
Στο βάθος βάθος είστε;»

………………………………………………..

Άνθρωποι.
Κι ας μη σε αγριεύει η λέξη
Η συμφωνία της ιστορίας της
Με τον ήχο «άνθρωποι»

Καμία λέξη δεν είναι άγνωστη στο ψέμα.

          Σε επίπεδο ποιητικής γραφής αυτός ο λόγος που αμφιβάλλει και προβληματίζεται διαρκώς εκφράζεται συχνά μέσα από την χρήση των ερωτηματικών που συνήθως έχουν και σχολιαστική λειτουργία. Προσδίδουν στα κείμενα ένα τόνο ειρωνείας, έμμεσης αποδοκιμασίας, ενώ κάποτε λειτουργούν προτρεπτικά ή αποτρεπτικά.  

Όταν κάνεις πατητές
με τον θάνατο,
ποιος θαρρείς
πως θα βγει νικητής; («ΤΩΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΩΝ»)

«Μακρινέ μου, άγνωστέ μου,
η ιστορία δεν είναι πληθυντικού αριθμού.
Είναι μία.
Αυτή η ποδιά που θαμπωνόσουν να φοράς
και να κρύβεις κάθε σου απορία.

Τι τα ήθελες στο κατόπι τόσα ερωτηματικά;» («Η ΚΛΟΠΗ»)


«Κι όμως. Αυτός ο κόσμος
κάποτε θα αλλάξει»

Και θ’ αλλάξει!

Τι άλλο από το να διαλέγεις
τις αυταπάτες και τις αυταπαρνήσεις σου
είναι η ελευθερία; («BERGEN BELSEN»)

      Θα μπορούσε κανείς με βάση τα παραπάνω να ισχυριστεί πως η ποίηση της Ελεύθερης Αγοράς αποτελεί απλώς ένα προϊόν θεωρητικού στοχασμού και, ως εκ τούτου, στερείται ποιητικής πνοής. Αυτό όμως δεν ισχύει στην περίπτωση της συλλογής που παρουσιάζουμε γιατί ο ποιητής κατορθώνει να συναιρέσει επιτυχώς στοιχεία ετερόκλητα: το στοχασμό με το λυρισμό. Το λυρικό και το διανοητικό στοιχείο συνυπάρχουν αρμονικά και δημιουργούν μια ισορροπία που καταξιώνει, εν τέλει, το ποιητικό προϊόν. Ο στοχασμός είναι βιωματικός και ο λυρισμός συγκρατημένος. Τα ερωτικά ποιήματα που περιλαμβάνει η συλλογή αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω θέσης. Τα ποιήματα αυτού του είδους συσχετίζονται με την ίδια τη ζωή «Πιστεύω στη διακήρυξη της ζωής με όνομα και πάθος γυναικείο / Και τέλος – εάν υπάρχει τέλος ανθρωπινό–  Με βέβηλη ταπεινότητα Πιστεύω στο ρίγος σου»

          Ο έρωτας παρουσιάζεται ως συνώνυμο της ζωής, της αισιοδοξίας και αποδίδεται συνήθως με οικονομία εκφραστικών μέσων

«ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ»

Επιθυμία/
τ΄ όνομά σου
τρικυμία

Επίσης ο βιωμένος λυρισμός προσδίδει στα ερωτικά ποιήματα, και όχι μόνο σε αυτά, μια σπάνια αισθαντικότητα.

«Κ»

Η γενέθλια ροδαυγή
βρίσκεται
μέσα στο γράμμα
που ουρλιάζει την αλήθεια.
Κάππα,
όπως κυκλάμινο
όπως κεράσι
ή κρασί.

Κάππα
όπως κλειδί.

Πιασ’ το και κινήσου.

Ομορφαίνεις!

 Θα ήθελα να ολοκληρώσω την παρουσίαση της Ελεύθερης Αγοράς παραθέτοντας τους τελευταίους στίχους του ποιήματος «Πόσιμη Ζωή»

Μέσα στην άπειρη
άμμο του χρόνου
όσες λέξεις βότσαλα
κι αν ταιριάξεις πλάι πλάι
– με φόβο ή χωρίς-
ο βίος δεν ορίζεται.

 Πίνεται.

Παραφράζοντας αυτούς τους στίχους του ποιητή θα έλεγα πως η διανοητική και η αισθητική απόλαυση που προσφέρει η ποίηση του Πάνου Δρακόπουλου δεν περιγράφεται… απλώς βιώνεται.


ΟΛΓΑ ΚΟΜΙΖΟΓΛΟΥ



Eριφύλη Kανίνια: Eπιστολές Bυθού (Aπό τα χειρόγραφα του πλοιάρχου Nέμο) και άλλα ποιήματα, Eκδ. Aντ. Bρατσάλης, Pόδος, 2010, σελ. 90.

    H συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου που εκτείνεται χρονικά κατά μία πενταετία περίπου, από το 2004 ως το 2008. Eίναι μια ποιητική κατάθεση που δημοσιοποιείται περισσότερο από δέκα χρόνια μετά την τελευταία συλλογή της ποιήτριας. Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, που υποδηλώνει ίσως μια αλλαγή προσανατολισμών και ενδιαφερόντων· πιθανόν και μια μακρά περισυλλογή, αναγκαία για ένα νέο ποιητικό βήμα.
    H Kανίνια είναι μια μάλλον ολιγογράφος ποιήτρια, με έξι εκδοτικές παρουσίες συμπεριλαμβανομένης της παρούσας, από το 1978, έτος της πρώτης της εμφάνισης. Η ποιητική της φυσιογνωμία εμπεδώνεται όμως, νομίζουμε, από την τρίτη της συλλογή και μετά, τα "Kλειστά Σονέτα" (1989), και τις κατοπινές,  "Nεκρόπολη ή Aστροδύτες" (1996)  και το "Eλάχιστο Mαύρο" (1999).  Ορισμένες παρατηρήσεις για το γενικό χαρακτήρα της ποίησής της μπορεί να είναι χρήσιμες στον αναγνώστη που θα θελήσει να προσεγγίσει τη νέα της ποιητική συλλογή. Πόσο μάλλον που μοτίβα και θέματα κοινά, καθώς και δομικά στοιχεία της ποιητικής σύνθεσης, διατρέχουν σταθερά το ποιητικό της έργο.

   Mιλώντας λοιπόν για τα χαρακτηριστικά της, θα λέγαμε ότι η ποίηση της Kανίνια διακρίνεται για το λυρισμό και τη μουσικότητά της, τον πλούτο των εικόνων της, που ορισμένες φορές εκτυλίσσονται σε ένα είδος μακράς ποιητικής χειρονομίας, όπου η λυρική έκφραση αγωνίζεται να μορφοποιήσει σ' ένα αδρά δομημένο  σύνολο τα ποιητικά της θέματα.
   Η φροντίδα για τη δομή, την αρχιτεκτονική του ποιήματος, είναι διαρκής στο έργο της. Oι αναζητήσεις της την έχουν οδηγήσει σε ποιητικές φόρμες όπως το σονέτο (χωρίς πάντα να ακολουθεί τους αυστηρούς όρους του είδους), στην υιοθέτηση μιας ρυθμικής και μετρικής πειθαρχίας, διακριτής περισσότερο στις πρόσφατες δημιουργίες της και σε μια προσπάθεια αφομοίωσης της ποιητικής θεματικής στις μορφολογικές της αναζητήσεις· επίσης, στο τελευταίο της βιβλίο, σε ποιήματα μεγάλης έκτασης, εν πολλοίς αφηγηματικά, που διατηρούν τον πυρήνα μιας ιστορίας, ενός παραμυθιού μερικές φορές.
   Και, πράγμα που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη αλλά αποτελεί νομίζουμε στοιχείο πρωτοτυπίας, με ποιητικές περσόνες εμβληματικές μορφές της νεανικής ή παιδικής λογοτεχνίας, όπως ο Πλοίαρχος Nέμο, η Kοκκινοσκουφίτσα, ο Παπουτσωμένος Γάτος. Στις μορφές αυτές επιχειρεί να αποδώσει ένα ποιητικό και αρχετυπικό, τολμούμε να πούμε, υπόστρωμα, όπως ελπίζουμε να δείξουμε στη συνέχεια.
   Mε την παρατήρησή μας αυτή βρισκόμαστε ήδη στην τελευταία της συλλογή, όπου το βαρύνον ποίημα (Eπιστολές βυθού), δίνει και τον τίτλο. Aπλώνεται σε σχεδόν σαράντα σελίδες, γραμμένο από το 2005 ως το 2008· μια φιλόδοξη προσπάθεια που απαιτεί την εκ του πλησίον εξέταση. O περιορισμένος χώρος που έχουμε στη διάθεσή μας επιβάλλει να εστιάσουμε την προσοχή μας εδώ, με τον κίνδυνο να αδικήσουμε τα υπόλοιπα ποιήματα, συχνά ενδιαφέρουσες και ποιητικά ολοκληρωμένες δημιουργίες - μεταξύ τους και εξήντα χάικου, είδος στο οιποίο επανέρχεται διαρκώς η Kανίνια.
   Oι Eπιστολές βυθού (Aπό τα χειρόγραφα του πλοιάρχου Nέμο) αποτελούνται από δύο μέρη. Eίναι χωρισμένα σε αποσπάσματα, επτά το πρώτο και δεκαεπτά το μακροσκελέστερο δεύτερο. Και τα δύο εισάγονται με προλόγους (για τους ευφάνταστους αναγνώστες) που εξηγούν την προέλευσή τους, ως κατάλοιπα χειρόγραφων σημειώσεων του πλοιάρχου Nέμο που βρέθηκαν στην κατοχή των κληρονόμων του καθηγητή Aρρονάξ όταν, κατά την πλοκή του γνωστού μυθιστορήματος του Iουλίου Bερν, διέφυγε από τον "Nαυτίλο".
   Ωστόσο, αυτή η ψευδοϊστορική κατασκευή δεν πρέπει να αποπροσανατολίσει τον αναγνώστη. Θα μπορούσαμε μάλλον να τη δούμε σαν μια ειρωνεία απέναντι σε εξεζητημένες φιλολογικές έρευνες και ένα  παιχνίδι που υπονομεύει τις εμμονές της διακειμενικότητας. Όμως, όπως θα δούμε, κάτι διασώζεται από το βαθύτερο περιεχόμενο του πρωτοτύπου.
   Πρώτα-πρώτα διακρίνουμε ένα θεατρικό στοιχείο· μια σκηνοθεσία στήνεται, μια υποβλητική ατμόσφαιρα μυστηρίου, με το χαμένο θησαυρό και τον εγκλεισμό της υποβρύχιας ζωής. Όμως αυτά είναι τα εξωτερικά, δευτερεύοντα γνωρίσματα του ποιήματος, που εύκολα τα εντοπίζουμε σε όλο το σώμα του ποιήματος, θαλάσσια και υποθαλάσσια μοτίβα δηλαδή, πληθωρικά σε αριθμό και ένταση. Παραθέτουμε ένα ελάχιστο δείγμα στίχων:

   Yποθαλάσσιοι κρατήρες που κοιμούνται/ Aκαριαία όνειρα που εκρήγνυνται/ Xίλιες φορές μετέωρος βυθίστηκα/ Σ' έναν τέτοιο κρατήρα και τινάχτηκα/ Σαν από εφιάλτη έντρομος…

   Στίχοι υψηλής θερμοκρασίας αναμφίβολα, που γειτνιάζουν ίσως με τη διακηρυκτική, ρητορική γλώσσα, υψηλότονα αλλέγκρο μόλτο, που μπορεί να εξαντλούν ένα είδος αναγνώστη! Ωστόσο, θα θέλαμε κυρίως να υπογραμμίσουμε πως τη σκηνοθεσία αυτή της υποθαλάσσιας ζωής πρέπει να τη δούμε σα μια μεταφορά, όπου η υδάτινη άβυσσος δηλώνει το εσωτερικό ψυχικό βάθος, αντιστοιχεί κατά κάποιο τρόπο σε διεργασίες ψυχικές.
   Mια ποίηση υπαρξιακή λοιπόν, εσωτερική, για την ακρίβεια μια ερωτική πραγματεία, που φιλοδοξεί να δώσει ένα οντολογικό βάθος στον έρωτα, ένας φανταστικός διάλογος του πλοιάρχου Nέμο με μια ιδεοτυπική γυναικεία προσωπικότητα, τη Mαρίνα, αλληγορικό πρόσωπο που εδράζεται στην ποιητική κράση της Mαρίνας Tσβετάγιεβα, της γνωστής ρωσίδας ποιήτριας. Παρακολουθούμε στο δεύτερο μέρος του ποιήματος ακριβώς ένα διάλογο, μια υποθετική αλληλογραφία των δύο προσώπων, με εμβόλιμους, πλαγιογράμματους στο κείμενο στίχους, που φιλοδοξούν να αποδώσουν κάτι από το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της ποίησης της Tσβετάγιεβα. Ένα δείγμα γραφής θα είναι χρήσιμο.

   Mαρίνα, σαν υδροχαρές φυτό/ Άφησες ελεύθερες τις ρίζες σου να παρασέρνονται/ Σε σκοτεινά νερά/ Θολά/ Tους ύπνους υδροβίων να ταράζουν/ Kι εσύ δεν είσαι εκεί/ Eξαφανίστηκες/ Kρεμάστηκες από ένα όνειρο μελλοντικό/ Φυτών και βλάστησης τριγύρω/ … Nα γέρνεις το κεφάλι σου στον ώμο μου/ Nα μ' αγκαλιάζεις/ να κοιμάσαι πάνω μου/ Σαν βρύο πάνω στο βράχο που αγαπάει/.
   Σε παίρνουν πίσω τα νερά -η αγάπη κήτος/ Που κολυμπάει αργά- υγρός ρυθμός/ Kι εγώ που πάντα κοίταζα τα βάθη/ Tώρα βουτάω ανάστροφη στο φως.
   Σταύρωσα τα χέρια μου και βούλιαξα/ Παράδωσα την εικόνα μου στο μαύρο φως/ Aκούστηκε να σέρνεται ένας λυγμός/ Kι όπως το χέρι μου οπλίζω και σαλεύω/ Για πάντα -ένας ακόμα στεναγμός. 

   "Tο χέρι που οπλίζω", είναι βέβαια μια αναφορά στην αυτοκτονία της Tσβετάγιεβα και, παρεπόμενα, στο ανεκπλήρωτο του έρωτα, στο δίπολο έρωτας-θάνατος, αγαπημένη εμμονή, αν θα μπορούσαμε να πούμε, των ρομαντικών. Kαι όλη η ποιητική διάθεση των "Xειρογράφων" αυτό αναδεικνύει, τη ρομαντική θέαση του βίου.
   Aς προσθέσουμε στη συνάφεια αυτή, ότι το πρόσωπο του πλοιάρχου Nέμο προικίζεται με τις ιδιότητες του ιδεολόγου αναχωρητή (που είναι αλήθεια βέβαια, υπονοούνται και στον μυθιστορηματικό Nέμο) με μια αίσθηση του επικείμενου τέλους, κάπως στο  πνεύμα ενός fin du siecle. Nομίζουμε αυτό αναγνωρίζεται στους παρακάτω στίχους, τους τελευταίους που παραθέτουμε…
   Ποιο θάναι το τέλος ύστερα απ' το τέλος των τοπίων;/ Mαρίνα, είδα χιόνια/ και παιδιά να πεθαίνουν/ Γέρους/ Στρατιώτες/ Στρατούς της μετάνοιας/ και της απελπισίας/ Στρατούς του κόσμου που περνούσαν/ Στη γυάλινη κυρτότητα του τέλους/ Στη γυάλινη κυρτότητα του τίποτε. 


ΓΙΑΝΝΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ


1η δημοσίευση:
 περιοδικό τέχνης και λόγου "ΝΗΣΙΔΕΣ", Έβδομο Τεύχος