Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα,
Ανθολόγηση-Μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη, 2014, σελ. 304.
Όταν ο Χ. Λ. Μπόρχες έλεγε, πως
«η δουλειά του θα έχει ξεχαστεί μετά από 100 χρόνια», γνώριζε κάπου πως έλεγε
ψέματα ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε. Ακόμα και ο πιο ταπεινός ποιητής επιθυμεί να
διαβασθεί το έργο του από έναν κάποιο. «Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε
λογοτεχνία. Δεν θα έλεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα
στη λογοτεχνία», είχε πει. Και το απέδειξε όντας πολυγραφότατος. Αυτή η ταύτιση
του συγγραφέως με το ίδιο το αντικείμενο του πόθου του, δηλαδή τη συγγραφή,
φανερώνει, αν όχι προδίδει, στοιχεία της προσωπικότητας, αλλά και του τρόπου με
τον οποίο ο Χ. Λ. Μπόρχες φαίνεται να λειτουργούσε τόσο στη ζωή, όσο και στη
γραφή του.
Αν πράγματι η ταύτιση με τις
ιδέες ή τους ήρωες που περιγράφει ή τους αντικατοπτρισμούς του ίδιου του εαυτού
του, είναι ο τρόπος βάσει του οποίου ο ποιητής δρούσε, τότε, θα έλεγε κανείς,
έχουμε να κάνουμε με μια πολυσχιδή προσωπικότητα που επιδιώκει μια μέθεξη
ιδεών, αλλά και προσώπων. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Αχ. Κυριακίδης «όταν
διαβάζεις, μεταφράζεις, εκδίδεις τα Άπαντα του Μπόρχες, δεν επικοινωνείς απλώς
με ένα έργο ζωής, αλλά με ένα έργο-ζωή, αισθάνεσαι ότι εισδύεις σε έναν κόσμο
που σου φαίνεται ανοίκεια οικείος».
Στον τόμο με την ανθολογία των
ποιημάτων του παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά όλα σχεδόν τα ποιήματα από τα
βιβλία του, πολλά εξ αυτών έμμετρα. Για να μπορέσει κανείς να εξετάσει τόσο τη
δομή όσο και το περιεχόμενο των ποιημάτων του Χ. Λ. Μπόρχες θα πρέπει να
γνωρίζει το βίο του. Εκείνον πριν και εκείνον μετά την τύφλωση.
Ι.
Η ποίηση των γρίφων
Διαβάζοντας
τα ποιήματα του Χ. Λ. Μπόρχες και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί καθηλώνοντας
τον αναγνώστη να μεταβεί στον επόμενο στίχο κι από κει στον μεθεπόμενο, κατανοώ
την εσκεμμένη ή μη χρήση των λέξεων. Και πώς άλλωστε θα εκφράσεις ποιητικά μια
ιδέα ή τα υποπροϊόντα μιας ιδέας, αν δεν κάνεις χρήση της κατάλληλης λέξης ή
εκείνης της λέξης που θα εμποτίσει το ποίημα με άλλες ιδέες περιπλέκοντάς τις
στο σχήμα ενός όλου;
Οι
αινιγματικές φράσεις ή λέξεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι τόσο σημαντικές
για τη ροή του λόγου, όσο και για τη νοηματοδότηση των λοιπών λέξεων. Το ποίημα
Εσύ αμέσως μας μυεί στην δισυπόστατη
σημασία και ερμηνεία των λέξεων:
‘Μονάχα ένας
άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη.
Υποστηρίζοντας
το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
Ανέφικτη,
σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδινό σου όνειρο. […]
Μονάχα
ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη ερημιά ή στην
κρεβατοκάμαρα της ρουτίνας και των ερώτων .
Μονάχα
ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα
ένας άνθρωπος αισθάνθηκε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, τη
γεύση των καρπών και της σάρκας.
Μιλάω
για τον έναν, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο’.
O‘πάντα μόνος άνθρωπος’ είναι
άραγε όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, όσοι αισθάνονται μόνοι κι έρημοι ή όσοι
βιώνουν το σκληρό τίμημα της αποξένωσης; Mήπως ο Χ. Λ. Μπόρχες εξαπατούσε,
ίσως άθελά του, τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να πιστέψει πως έχει ανακαλύψει
την πραγματική απάντηση στα ερωτήματα που θέτει; Καθώς, όταν περνάς ένα μεγάλο
μέρος της ζωής σου γράφοντας, αναλύοντας, ανακαλύπτοντας νέους τόπους (που,
δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορείς να δεις με τα μάτια σου) είτε δεν έχεις να
προσφέρεις νέες αποκαλύψεις, είτε προσπαθείς απλώς να το απολαύσεις. Και εδώ
τίθεται ένα σοβαρό θέμα περί της ηθικής της ποίησης, αλλά και των ίδιων των
ποιητών. Ο Χ. Λ. Μπόρχες είχε δηλώσει, πως «ζει για τη λογοτεχνία και την
ηθική». Το να ζεις ηθικά είναι δύσκολο. Όμως ένα πειστικό μέσο της ποίησης στο
να ξορκίσει αυτή τη δυσκολία είναι η φαντασία. Στο Βιβλίο των Φανταστικών όντων (μτφρ. Γ. Βέη, εκδ. Libro, Αθήνα 1983) αναφέρει στον
πρόλογο την εξής απίθανη φράση, η οποία στοιχειώνει όλο το ποιητικό του έργο:
‘Αγνοούμε τη σημασία
του δράκοντα, όπως αγνοούμε και τη σημασία του σύμπαντος, αλλά υπάρχει κάτι
στην εικόνα του δράκοντα, που εξάπτει τη φαντασία του ανθρώπου και σ’ αυτό
οφείλεται η εμφάνισή του σε διάφορους τόπους και περιόδους’.
Το
στοιχείο, λοιπόν, της φαντασίας συγκερασμένο με εκείνο μιας ιδιότυπης ποιητικής
ηθικής (της ηδονής) και ενός αινιγματικού γλωσσικού πλαισίου, χαρακτηρίζουν
σύνολη την ποίηση του Χ. Λ. Μπόρχες. Τα τρία αυτά στοιχεία συνυφαίνονται μέσα
στο χρόνο και εκφράζονται διά μέσου της ποίησής του. Κάθε φορά που έρχεται
αντιμέτωπος με μια σελίδα, βρίσκει τον εαυτό του. Προκαλεί το παρελθόν το δικό
του ή άλλων και θέτει στο χαρτί τις αμφιβολίες και τα βάσανά του. Πολλές φορές
ο ποιητής χρειάζεται να γράψει μερικές χιλιάδες λέξεις, για να ανακαλύψει ένα
πρόβλημα και άλλες τόσες για να το λύσει.
Ήταν
η ποίηση πάθος για τον Χ. Λ. Μπόρχες; Σίγουρα, ναι. Ήταν χαρά; Η αισθητική με
την οποία ξεδιπλώνει αργά και ρυθμικά τις σκέψεις του μέσα από τα ποιήματά του,
οδηγεί και την ποίησή του. Η αινιγματική δε φύση των λέξεων που χρησιμοποιεί
στα ποιήματά του, δίνει μορφή και χρώμα στις έννοιες, κάνοντάς τις κατανοητές
στον αναγνώστη. Μια ποίηση αλλοδαπή και οικουμενική που αφορά όλους. Το μέσον
της ποίησης αυτής δεν είναι άλλο από τη γλώσσα, η οποία δίνει την εντύπωση
πολλές φορές πως είναι πέρα για πέρα αληθινή. Είναι όμως πράγματι έτσι; Mήπως παραμένει αινιγματική και
νεφελώδης;
Μια
πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων του Χ. Λ. Μπόρχες δίνει αυτήν ακριβώς την
εντύπωση: μοιάζει να είναι πολύ καλή για να είναι αληθινή. Όχι ασφαλώς υπό μια
κριτική στάση απέναντι στην ποίησή του, αλλά υπό μια εννοιολογική και
ερμηνευτική βάση. Και εξηγούμαι. Οι αυταπάτες που μπορεί να δημιουργούνται μέσω
των αισθήσεων, του ισχυρού αυτού όπλου της φαντασίας, δημιουργούν κάποιες φορές
την πεποίθηση ή την εντύπωση πως τα πράγματα στο ποίημα ‘κάπως έτσι έχουν’.
Κάτι τέτοιο δεν μεταφράζεται άλλως παρά ως σύγχυση των εννοιών ή σύγχυση του
πραγματικού με το φανταστικό. Με άλλα λόγια, ένα δείγμα επιτυχημένης ποίησης,
σαν αυτής του Χ. Λ. Μπόρχες, είναι η δημιουργία ενός τεχνάσματος στη μνήμη του
αναγνώστη, το οποίο δημιουργείται κατά την ανάγνωση. Αυτό μπορεί να μεταφράζεται
είτε ως απλή σύγχυση ανάμεσα στο πάθος που νιώθουμε κατά την ανάγνωση, είτε σε
ένα πάθος που ανήκει στο παρελθόν και πλέον δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να βιωθεί
ή έχει ξεπεραστεί. Έτσι, ο Χ. Λ. Μπόρχες κάνει την ποίησή του αφενός
αινιγματική και αφετέρου προσδίδει στον αναγνώστη μια νέα εμπειρία τη φορά.
Κάθε ποίημα και μια διαφορετική εμπειρία. Αυτή που συνέβη, αυτή που συμβαίνει
και αυτή που ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον.
II.
H ποίηση του ανθρώπινου πόνου
Όπως
μια ταινία έχει γρήγορη εναλλαγή των εικόνων, έτσι και στην ποίηση του Χ. Λ.
Μπόρχες οι εικόνες γίνονται αισθητές στο συνειδητό μέσα από μια αναπαράσταση.
Το συστατικό όμως που κάνει την ποίηση του Χ. Λ. Μπόρχες αγαπητή είναι αυτό του
ανθρώπινου παράγοντα. Ο άνθρωπος είναι εθισμένος σχεδόν στον πόνο προτού καν
υπάρξει. Ο Χ. Λ. Μπόρχες κατάφερε μέσα από προσωπικά βιώματα να απαλύνει τους
δικούς του πόνους, αλλά και των συνανθρώπων του τεντώνοντας ευαίσθητες, συχνά
εύθραυστες, χορδές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
‘Μέσα στο θάνατο να
βλέπεις τον ύπνο· μέσα στο ηλιοβασίλεμα
Να
βλέπεις ένα πένθιμο χρυσάφι: τέτοια και η ποίηση,
Που
είναι αθάνατη και φτωχή. Η ποίηση
Που
ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν τη δύση…’
Μέσα από μια προσπάθεια να ορίσει
την ποίηση, καταφεύγει σε ολοκληρωτικές εικόνες, όπως αυτή της αυγής και της
δύσης ή του θανάτου. Λέξεις που είναι σύμφυτες με το συναίσθημα αντηχούν στα
αυτιά του αναγνώστη γνώριμα. Ο Χ. Λ. Μπόρχες γίνεται οικείος. Γνωρίζει επίσης
πολύ καλά, πως η ποίηση δεν ορίζεται ή είναι πολύ δύσκολο να ορισθεί. Δεν
ορίζεται μέσω ενός στερεοτυπικού ορισμού, ενός μοτίβου, ενός αλγορίθμου ή μιας
φιλοσοφικής ή θεατρικής quotas.
Έτσι τη συμβολοποιεί μέσω των εικόνων και με προσεκτικά παραδείγματα μέσα από
τη ζωή. Γνωρίζει επίσης, πως ο θάνατος ή η αυγή, δεν είναι προσδιοριστικές
έννοιες της ποίησης, αλλά μάλλον ενεργήματα που υπενθυμίζουν στον αναγνώστη από
πού προήλθε. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως συναισθηματική επίκληση
πράγμα το οποίο δεν είναι. Αντιθέτως, είναι μια δυνατότητα (ή μια αδυναμία) να
εκφρασθεί ο ανθρώπινος πόνος μέσω της ποίησης. Είναι ακόμη μια προσπάθεια να
δικαιολογήσει την αμηχανία του μπροστά σε δισεπίλυτα προβλήματα της ανθρώπινης
ύπαρξης ή ένας τρόπος να ‘τελειώνει’ με τα δύσκολα της ζωής χρησιμοποιώντας στη
θέση τους κάτι δύσκολο π.χ τη ζωή ή το θάνατο.
Τέτοια
ερωτήματα φέρνουν τον αναγνώστη του ποιητή σε άλλα περαιτέρω ερωτήματα: Τί
είναι τελικώς ευτυχία; Γιατί πονάμε και γιατί χαιρόμαστε με το ίδιο πάθος;
Γιατί είμαστε άλλοτε παρόντες και άλλοτε απόντες;
Η
Αυτοκτονία
‘Ούτε ένα αστέρι δεν
θα υπάρχει στον ουρανό
Η
νύχτα δεν θα μείνει
Θα
πεθάνω, και μαζί μου,
το
βάρος του ανυπόφορου πλανήτη
Θα
εξαλείψω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις
ηπείρους και τα πρόσωπα
Θα
σβήσω το συσσωρευμένο παρελθόν
Θα
φτιάξω σκόνη από την ιστορία, σκόνη απ’ την σκόνη
Τώρα
κοιτάζω το στερνό ηλιοβασίλεμα
Κληροδοτώ
την ανυπαρξία στον κανένα’.
O Χ. Λ. Mπόρχες απελπίζεται και μιλά για
ένα μελετημένο τέλος και, μαζί με αυτό, μιλά για τις ανησυχίες του. Έχει την
αλήθεια με το μέρος του και δεν είναι άλλη από την αλήθεια των ονείρων του.
Ώσπου να καταλήξει να εφεύρει ανθρώπους σαν εκείνον, τυφλούς.
Εγώ
Είμαι
‘Εγώ είμαι αυτός που
ξέρει τον εαυτό του όχι λιγότερο φιλάρεσκα
από
εκείνον τον ματαιόδοξο παρατηρητή που στον καθρέφτη
από
γυαλί και σιωπή ακολουθεί την αντανάκλαση
ή
το σώμα (το ίδιο και το αυτό) του αδελφού του
Εγώ
είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, εκείνος που γνωρίζει
πως
δεν υπάρχει άλλη συγγνώμη ή εκδίκηση
από
την διαφάνεια της λήθης. Κάποιος θεός έχει παραχωρήσει
αυτή
την παράξενη λύση για όλα τα ανθρώπινα μίση.
Παρά
τις πολλές μου υπέροχες περιπλανήσεις,
εγώ
είμαι εκείνος που ποτέ δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει
τον
λαβύρινθο του χρόνου, ενικό, πληθυντικό,
εξαντλητικό,
παράξενο, μόνος του και του καθένα
Είμαι
ο κανένας. Ποτέ δεν κράτησα σπαθί σε μάχη
Είμαι
ηχώ, κενό, τίποτα’.
Λόγος προφητικός και επικίνδυνος
που προκαλεί πόνο άμα τη αναγνώσει του, αλλά και μια ενδόμυχη επιθυμία να
αφοπλίσει τον άνθρωπο από τις μικρές και ευτελείς του επιδιώξεις, θυμίζοντάς
του πόσο στ’ αλήθεια μικρός είναι.
Αυτό
είναι το χρυσάφι που κουβαλά η ποίηση του Χ. Λ. Μπόρχες. Το χάρισμα να
μετατρέπει τη στάχτη σε χρυσό και το χρυσό σε στάχτη. Να εκμηδενίζει το
πομπώδες και να στεφανώνει τη λεπτομέρεια. Ένας παραμυθάς αποφασισμένος να
ταξιδέψει μαζί με τους συνεπιβάτες του, ακόμα κι αν
εκείνοι τον μισούν.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
Χαρά Κοσεγιάν,
Η λοχεία της απουσίας, αφηγήματα, Οδός Πανός, Αθήνα 2013, σελ. 128.
Η
λοχεία της απουσίας του τίτλου του βιβλίου συνθέτει σε ένα φραστικό σύμπλοκο
δυο λέξεις αμφίσημες που γεννούν προσδοκίες και αναμονές. Aπό μόνες τους, αξιολογικά
ουδέτερες, περιμένουν να σημασιοδοτηθούν από τον ανανγώστη. Από τη μία
πρόκειται για μια λοχεία, μια υποχρεωτική περίοδο απόσυρσης και ανασύστασης,
στην οποία όμως κυοφορείται το καινούριο, και από την άλλη, μια απουσία που
αποδεικνύεται εσκεμμένη σιωπή, μια αθόρυβη παρουσία που βγαίνει ξαφνικά από τη
σκιά στο φως.
Μολονότι
ένα βιβλίο αποτελεί ένα οργανικό όλο που γίνεται αντιληπτό μόνο στο σύνολό του,
καθώς τα μέρη διαλέγονται μεταξύ τους και αλληλοφωτίζονται, στην παρούσα βιβλιοκριτική
εστιάζουμε στα πεζά πονήματά του. Επίσης, πρέπει να ειπωθεί ότι η προσωπική μου
σχέση με τη συγγραφέα μου παραχωρεί το γνωστικό προνόμιο της πρόσληψης του
έργου της μέσα από το πρίσμα των εμπειριών της.
Η
συγγραφέας καταθέτει και εκθέτει με παρρησία ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού
της σε αυτό το βιβλίο, συστήνοντάς μας απροσχημάτιστα και ανενδοίαστα έναν
καινούριο εαυτό. Αποφασισμένη να εκτεθεί μπροστά στον αναγνώστη και να ρίξει
τις μάσκες των κοινωνικών ρόλων και των συμβάσεων, επιλέγει το δρόμο της
αποκαλυπτικής ειλικρίνειας. Κρατάμε στα χέρια μας ένα έργο αυτοβιογραφικό, στο
βαθμό που προδίδει τα ίχνη της προσωπικής της πορείας στην αυτογνωσία και που
υποδηλώνει τη συνειδητή καινούρια στάση ζωής που υιοθετεί. Ταυτόχρονα θέτει μια
δοκιμασία στον αναγνώστη της, τον οποίο καλεί να εμβυθιστεί στον κόσμο της και
να προσπαθήσει να τον κατανοήσει, χωρίς πάντα να του δίνει τα ερμηνευτικά
κλειδιά. Έτσι, κάποιες στιγμές η συμπύκνωση του νοήματος αγγίζει τα όρια του
αινιγματικού, ενός συμβολισμού που αναγάγει το γεγονός στην εννοιακή του
διάσταση και το συγκεκριμένο σε γενίκευση, ρευστή και εύπλαστη, πρώτη ύλη στα
μέτρα του αναγνώστη.
Αφετηριακό
σημείο επανεκκίνησης της έμπνευσης, απ’ όπου το κοντέρ όλης της προγενέστερης
συναισθηματικής εμπειρίας μηδενίζεται και γεννεσιουργός πηγή του κυρίαρχου
συναισθήματος του βιβλίου είναι η πρόσφατη περιπέτεια της υγείας της
συγγραφέως, που ανάγεται αναμφίβολα σε ορόσημο μετάβασης της προσωπικής της
νέας εποχής. Σε τι συνίσταται τώρα αυτό το καινούριο λογοτεχνικό και πραγματικό
πρόσωπο της Κοσεγιάν;
Η
απάντηση μπορεί να δοθεί συγκριτικά και σε σχέση με την προηγούμενη λογοτεχνική
της ταυτότητα, απέναντι στην οποία αντιπαρατίθεται. Συνίσταται σε μια διάχυτη
αίσθηση και μια πλανώμενη παραδοχή ότι η ζωή είναι γεμάτη απρόοπτα και
αυθαίρετες τροπές που δεν υπόκεινται στον έλεγχό μας, μια απομάκρυνση από την
αλλοτινή κραταιά πίστη της στην απόλυτη εξουσία της ανθρώπινης θέλησης και στην
ικανότητά της να ελέγχει τις αντιξοότητες και να θριαμβεύει. Είναι τρόπο τινά
μια υποχώρηση, για να μην πω υπόκλιση μπροστά στις αδυναμίες, που τους αναγνωρίζει το μερίδιό
τους στη ζωή, ίσως και την εξουσία τους στα ανθρώπινα. Ένα μαλάκωμα, ένα
κατεύνασμα της μια φορά κι έναν καιρό επιθετικής αυτοπεποίθησης.
Σ’
ένα διήγημά της, καθισμένη στο mall
κάνει σκέψεις πάνω στην τρομακτική εμπειρία της μαγνητικής τομογραφίας. Της
εξέτασης εκείνης που καλείται να γνωμοδοτήσει για το αν η επικείμενη απειλή για
τη ζωή σου θα είναι και καθοριστική. Η σκόπιμη ένταση και η αδιαφάνεια του
λόγου, αποτέλεσμα της σφοδρότητας της εμπειρίας, αποτελούν και την έμπρακτη
απόδειξη της ειλημμένης απόφασής της για αλλαγή πορείας. Μια αλλαγή που
σημαίνει απαλλαγή από φτιασιδώματα και ξόμπλια, μια απελευθέρωση από τα δεσμά
του μέτριου, του μετρημένου και του συνετού, με όποιο τίμημα.
Αλλά ας γίνουμε πιο σαφείς,
κοιτώντας προς τα πίσω το λογοτεχνικό της αποτύπωμα. Μέσα και από τα τρία
προηγούμενα μυθιστορήματά της, αναδυόταν αβίαστα, έστω και αδρά μια φιλοσοφία
ζωής. Τα πρόσωπά της βρίσκονταν προσωρινά παγιδευμένα σε φαινομενικά αδιέξοδα,
δονούνταν από εσωτερικές συγκρούσεις, είχαν αγωνίες και ενδοιασμούς,
ανασφάλειες και ευαισθησίες. Σε αυτήν την πάλη οι ήρωες δεν έβγαιναν αλώβητοι ή
ατσαλάκωτοι αλλά στο τέλος η προσπάθειά τους επιστεγαζόταν από ένα αίσιο
αποτέλεσμα. Η κοσμοθεωρία του μυθιστορηματικού σύμπαντος της Κοσεγιάν ήταν η
κατάφαση στη ζωή, την οποία εξάλλου απερίφραστα διατράνωνε επανειλημμένα. Έτσι
οι προσωρινές μυθιστορηματικές περιπλοκές της πλοκής κατέληγαν πάντα στην
κάθαρση και τη λύση, επαναφέροντας μια νέα, αν και διαφορετική από την αρχική
ισορροπία.
H προηγούμενη Χαρά όμως, μόλις που
διακρίνεται πίσω από τις προσχώσεις της πρόσφατης καταλυτικής της περιπέτειας,
που αποτίναξε την προσωπίδα της αλλοτινής, πεισματικής και ανυποχώρητης
αισιοδοξίας, σχεδόν τελεολογικής, που ήθελε τα πράγματα να πηγαίνουν με τον
έναν ή τον άλλο τρόπο, πάντα καλά.
Τώρα, τα ίχνη της πρόσφατης
συνταρακτικής εμπειρίας της είναι εμφανή και διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο. Σε
κάποια σημεία χειροπιαστά, σε άλλα διακριτικότερα.
Διαβάζουμε κάπου: «Επαφή με το
θάνατο: κάθε λεπτό που περνάει μας φέρνει κοντύτερά του».
Και αλλού: «Σαν το Ρουβίκωνα
φαντάζομαι το χώρο. Κι ακόμα πιο μεγάλο. Σαν το Μισσισιπή ή το Νιαγάρα. Η ζωή,
η γη, είναι η μια του όχθη. Ο θάνατος, η άλλη. Το μεσοδιάστημα είναι το κενό, ο
χρόνος που κυλάει, το ρευστό που μας τριγυρίζει, τα πάντα ρει, η υγρή μας ζωή, το στίγμα μας.
Υπάρχει αιώνια ζωή; Ποιος θα απαντήσει «ναι» ποιος «όχι»;
Είναι κρίσιμο να αισθάνεσαι
υγιής. Πολύ περισσότερο βέβαια, να είσαι...»… «Άμα βγω από δω μέσα ζωντανή θ’
αλλάξω…»
Η εφιαλτική προοπτική του πιθανού
τέλους αυξάνει τη δόση αυτοκριτικής: «Οι άνθρωποι βαδίζουν στη ζωή τους με
στόχο και πρόγραμμα. Ζουν για να εκπληρώσουν τους στόχους και να εφαρμόσουν το
πρόγραμμα. Δεν υπάρχει χρόνος για τίποτε άλλο. Δεν υπάρχουν περιθώρια».
Αυτό το καινούριο σύμπαν
αποκαλύπτεται σε μια ολότελα διαφορετική διάσταση με έναν πρωτόφαντο τρόπο
πρόσληψης των πραγμάτων, γεμάτο υποδοχές ευαισθησίας και κατανόησης. Λέει
χαρακτηριστικά αναφερόμενη σε κάποιο από τα φανταστικά της πρόσωπα: «Της χρωστώ την τρυφερότητα που
μου ξύπνησε και τα αισθήματα για τους ανθρώπους τους εύθραυστους. Τους από
αλλού. Τους διαφορετικούς».
Η νέα αυτή κατάσταση δε χωρά τα
απομεινάρια του αμαρτωλού παρελθόντος, το οποίο το αποτάσσεται: «Όλα αυτά τα
ένοιωσα γιατί φοβήθηκα πως χάνω τη θέση μου και δεν μπορώ και -το χειρότερο-:
δεν θέλω, ναι δεν θέλω, πια να την
ξαναβρώ…».
Αυτή η νεοαναδυθείσα ειλικρίνεια
έχει χώρο για στιγμές παραδοχής της ανθρώπινης αδυναμίας και των παθών: «Η πιο
μεγάλη ευχή: να μπορείς να γελάς στις χαρές των άλλων και να λυπάσαι στη λύπη
τους. Έκανα το αντίθετο. Ντρέπομαι».
Μιλά,
και λέω μιλά και όχι γράφει, γιατί η γραφή της σχεδόν συνεριμική, μοιάζει να
αντιστέκεται στο κόσκινο της αυτολογοκρισίας και της αναστοχαστικής επίπονης προσπάθειας
τακτοποίησης και επανεπεξεργασίας, όπως συμβαίνει στο εργαστήριο κάθε
συγγραφέα. Παρόλα αυτά, μιλά στην καρδιά, μεταφέροντας άμεσα το συναίσθημα,
άλλοτε γλυκά, με μια μεταδοτική σαν κύμα ευαισθησία, σα νοτισμένη αναπνοή, σαν
ανεπαίσθητο χάδι κι άλλοτε σκληρά, σα
χαστούκι, σαν ορμητική ριπή ανέμου, σαν εκκωφαντική κραυγή.
Η
γραφή- φωνή της κινείται στον άξονα μιας αέναης παλίνδρομης κίνησης. Μία προς
τα έξω και μία προς τα μέσα. Με εκρήξεις και ενδορρήξεις. Άλλοτε
εκσφενδονίζοντας σαν τιμωρία, σαν κατηγορώ και σαν καταδικαστική ετυμηγορία
προς τον αναγνώστη θυμό και πόνο για το κραυγαλέο άδικο της ζωής και την
υποκρισία, κι άλλοτε εμβάλλοντας τον πόνο και μετατρέποντάς τον σε εσωτερικό
μονόλογο με μια βαριά αίσθηση ματαιότητας αλλά και συγχώρεσης. Κομμάτια
ιστορίας και κομμάτια ενδοσκόπησης εναλλάσσονται, μια γραφή που θυμίζει κέντημα
σταυροβελονιά, μια καλή και μια ανάποδη.
Παραβιάζοντας τακτικά τη
μυθοπλαστική ψευδαίσθηση, το κείμενο είναι διάσπαρτο με αυτοαναφορικά σχόλια
και προβληματισμό για την ίδια τη διαδικασία και την ποιότητα της συγγραφικής
προσπάθειας. Έτσι μιλώντας στο αφηγηματικό της προσωπείο, την Έλενα λέει για
τις ιστορίες της: «Είναι μικρές,
αδούλευτες, ατελείωτες, σταματημένες κάπου στη μέση. Κάποιες δεν έχουν αρχή,
άλλες δεν έχουν τέλος, άλλες έχουν αρχή και κορύφωση, αλλά μένουν εκεί. Σε πάνε
στην κορφή του βουνού και σ’ αφήνουν πάνω. Ανυπεράσπιστο. Μετέωρο.» Αλλού πάλι,
περιγράφει την απόρριψη ενός πρωτόλειου έργου της και συνειδητοποιεί τη
ματαιοδοξία πίσω από κάθε απόπειρα γραφής και δημοσίευσής της:
«Μου το απέρριψαν το πρωτόλειό
μου. Και πού το περίεργο; πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; δεν ήταν άλλωστε
δέκα χρόνια που το είχα γράψει; δηλαδή το ήξερα; δικαιολογίες…Τότε γιατί το
έστειλα; μήπως δεν υπήρχαν καλύτεροι; τέτοια διεκδίκηση της μετριότητας; μόνη
να επιπλέει; κι ο ανταγωνισμός, η ηδονή του καλύτερου …Κι αν δεν είμαι;».
Και καταλήγει: «Αναζητούμε αιτίες
για να υποφέρουμε, λόγους για να σερνόμαστε».
Η
φιλοσοφίζουσα διάθεση, διάχυτη στα γραπτά της και χαρακτηριστική της προσωπικότητας της
συγγραφέως, απελευθερώνεται δια στόματος των ηρώων της και προσαρμόζεται στην
προσωπικότητά τους. Το διήγημα εναλλάσσεται με το στοχαστικό δοκίμιο και με την
νοητή ημερολογιακή ή επιστολική γραφή.
Η
συνεχής λοιπόν εναλλαγή, το αντικαθρέφτισμα του έξω με το μέσα, οι συχνές
λοξοδρομήσεις από το αφηγηματικό κέντρο και οι φυγόκεντρες παρορμήσεις, σε
συνδυασμό όμως με μια τακτή κεντρομόλα αφηγηματική έλξη, σχηματίζουν ένα σύνολο
που θυμίζει τον «ρεαλιστικό κινηματογράφο» του Βερτόφ. Βέβαια, ο ρεαλιστικός
κινηματογράφος είναι η μια απίθανη ουτοπία, γιατί πίσω απ’ την κάμερα κάθεται
πάντα ένας ανθρώπινος νους. Οι πρωταγωνιστές της είναι κυρίως καθημερινοί
άνθρωποι των οποίων η ζωή καταγράφεται όσο το δυνατόν αφιλτράριστη στο φακό,
μέσα από αλληλοδιάδοχες εικόνες σε αέναη ροή, χωρίς εναλλαγές στην ένταση,
κορυφώσεις και πτώσεις, διότι απλά η όλη καταγραφή είναι σταθερά οξυκόρυφη.
Φράσεις ορφανές, κατακερματισμένες σκέψεις που πιάνονται από το χέρι και
χορεύουν άλλοτε ξέφρενα κι εκρηκτικά κι άλλοτε με συγκρατημένη δύναμη και
αυτοκυριαρχία.
Η αποδιάρθρωση του λόγου, η πρωθύστερη γραφή, με τους
επιρρηματικούς προσδιορισμούς να προηγούνται του ρήματος και τα κατηγορούμενα
των υποκειμένων, αναλογούν στην συναισθηματική εκχύλιση που προκαλεί η αφήγηση
ή στην αίσθηση του επείγοντος και της πίεσης χρόνου υπό την οποία γράφονται οι
σκέψεις. Η ένταση του λόγου διατρανώνει την πολυτιμότητα κάθε στιγμής της ζωής!
Μέσα στην ίδια πρόταση- περίοδο η σκέψη εξακτινώνεται, διακλαδίζεται και
εξελίσσεται σε πολλές παράλληλα διαφορετικές κατευθύνσεις, άλλοτε με εξάρσεις,
κάνοντας απότομες στροφές και γωνίες κι άλλοτε ομαλά, καμπύλα και μαλακά. Έτσι
η αφήγηση αναπτύσσει διαρκώς αποκλίνουσες τάσεις και περιπλανάται σε διάφορα
θεματικά κέντρα. Η συνειρμικότητα όμως των συλλογισμών και οι τεθλασμένες
διαδρομές του νου δεν καταλήγουν σε έναν ατέρμονα και αδιέξοδο λαβύρινθο. Ταυτόχρονα, η διαρκής
απευθυνσιμότητα του λόγου προκαλεί και προσκαλεί τον αναγνώστη να τοποθετηθεί
κριτικά και να στοχαστεί απέναντι στο εκάστοτε ζητούμενο.
Κορυφαία στιγμή της αναγνωστικής
περιπέτειας είναι όταν οι καταγωγικές και προσωπικές μνήμες της, στην
κολυμπήθρα της εξιλέωσης, ανασύρουν στην επιφάνεια την ιστορία του Αρμένη
Καραμπέτ. Η Κοσεγιάν αφηγούμενη τη βασανισμένη ζωή του, τη χτυπημένη από τα
τερτίπια μιας άδικης και άστατης μοίρας συμπάσχει και καθαίρεται, σα να
πληρώνει ένα παλιό χρέος στην ξεχασμένη πατρίδα, σε όλους τους κακοπαθισμένους
αυτής της ζωής, στις ναυαγισμένες υπάρξεις που αμείλικτα η ιστορία χάραξε
ανεξίτηλα πάνω τους τα σημάδια της, σε ό,τι άδικο αυτή η νεοαφυπνισμένη
ευαισθησία τής προκαλεί την ανάγκη ν’ αγκαλιάσει και να παρηγορήσει.
Η
συγγραφέας στο νέο της αυτό πόνημα μοιάζει να αποζητά την κάθαρση.
Περιγράφοντας τα πιο ταπεινά και σκοτεινά συναισθήματα μιας πλατιάς
ανθρωπογεωγραφίας είναι σαν να τα ομολογεί ως αναπόδραστο κομμάτι των εγγενών
αντιφάσεων της ίδιας της ανθρώπινης φύσης γενικότερα, και της δικής της
ειδικότερα. Παραδέχεται και απορεί για την ενδιάθετη δυσαρμονία ανάμεσα στη
λογική και τη γνώση του σωστού και στην συναισθηματική επιλογή του λάθους.
Σωστό και λάθος, κενά νοήματος, μάχονται σε μαρμαρένια αλώνια, χωρίς όμως το
σωστό να διεκδικεί το φωτοστέφανο του ηρωικού, του υψηλού ή του αγαθού. Και τα
δύο δεν αποτελούν παρά παρελκυστικές εκδοχές του μάταιου. Τα όρια μεταξύ τους
θολά και δυσδιάκριτα. Μια μελαγχολία πλανάται πάνω από τις λέξεις, μελαγχολία
που δεν κατρακυλά στην απελπισία, αλλά φλερτάρει και συνδιαλέγεται με τη
συνειδητοποίηση. Αν και υψώνει κραυγή πόνου, διαμαρτυρίας, αγωνίας, κραυγή γυναικείας
ευαισθησίας, δεν ακυρώνει, δε μηδενίζει, δεν οδηγείται στην απελπισία, αλλά
επικοινωνεί τη θεμελιώδη και βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για νοηματοδότηση της ζωής
μέσα από τον έρωτα.
Γιατί όπως η ίδια λέει,
επισημαίνοντας το δίλημμα του συγγραφέα ανάμεσα στην ευθύνη της δημιουργίας και
στο κάλεσμα της ζωής: «Ο συγγραφέας παραβιάζει τη ζωή όταν χτίζει δομές και
χαράσσει τα όρια. Δεν υπάρχουν όρια στην
αληθινή ζωή. Σε εκείνη που ήρθες
για να τη ζήσεις κι όχι για να περάσεις θεατής από μπροστά της»….καθώς επίσης
και ότι.. «Τα πράγματα έχουν το νόημα που τους δίνουμε».
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
ΜΟΥΛΑ
Ματίνα Μόσχοβη, «Αειφυγία»,
Ποιήματα,
Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012, σελ. 63.
Διαβάζοντας την «Αειφυγία», το
τελευταίο βιβλίο της Ματίνας Μόσχοβη, μας αποκαλύπτεται ένας ιδιαίτερος τρόπος
της σύγχρονης ποίησης, εκείνος που θα τον ονομάζαμε σκηνικό ποίημα. Ο
χαρακτηρισμός «σκηνικό» οφείλεται στα διαλογικά μέρη της σύνθεσης αλλά και σε
ορισμένους εκτεταμένους μονόλογους, γραμμένα θαρρείς για να ειπωθούν επί
σκηνής. Ποίημα παρόλ’ αυτά, εφόσον το κείμενο διαπερνάται από πλέγματα
γλωσσικής γοητείας, νοηματικές πυκνώσεις δια των λέξεων, έντονες μεταφορές και
συμβολικά στοιχεία.
Όμως τέτοιες διακρίσεις κινούνται
σε ολισθηρό έδαφος, όπως συμβαίνει ενώπιον κάθε κειμένου που κινείται στα όρια
διαφορετικών ειδών λογοτεχνικής έκφρασης. Σκηνικό ποίημα ή ποιητική αφήγηση; Ή
μήπως ποιητικό θέατρο; Η ασφαλέστερη οδός είναι η ανάγνωση του ίδιου του
κειμένου. Μέσα από τις σελίδες του
εκτυλίσσεται μία περιγραφή της
ανθρώπινης κοσμογεωγραφίας. Η περιγραφή ετούτη είναι διαρθρωμένη σε πέντε
ενότητες. Για την ακρίβεια σε πέντε φωνές: φωνή Αγγέλου, φωνή πρώτη, φωνή
δεύτερη, φωνή τρίτη, φωνή τέταρτη. Η φωνή Αγγέλου μας εισάγει στο τοπίο της ανθρώπινης περιπέτειας επί της
γης.
Τινάγματα φτερών
μορφών ιπτάμενων, με απροσδόκητες φωνητικές ικανότητες θα αποδίδουν την κοσμική μουσική σε
συνδυασμούς νέων συχνοτήτων. (σελ. 9)
Στη
συνέχεια εμφανίζονται μία αντρική και μία γυναικεία φιγούρα.
Εκείνη μισοξύπνησε.
Τον κοιτάζει. Στέκεται γυμνός στο παράθυρο. Βλέπει το χιόνι. Μέσα, γαλακτώδες
σκοτάδι. Με το αριστερό της χαράζει κύματα στο σεντόνι. (σελ. 11)
Τα λόγια που εκφέρουν οι δύο
φιγούρες εναλλάσσονται στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου σκηνικού ποιήματος,
είτε υπό μορφή διαλόγου είτε ως δύο εκτενείς μονόλογοι. Παρεμβάλλονται σκηνές με άλλα πρόσωπα, όπως η σκηνή του
Ανήξερου ΤΟΤΟΤΕ, του Ανήμπορου ΜΕΤΑ και του Ανυπόμονου ΤΟΤΩΡΑ, είτε ατόφια
ποιήματα.
Η ενότητα «Φωνή Πρώτη» έχει δύο
ενότητες με τους εξής υπότιτλους: (αναμένοντας, μη αναμένοντας) και (μη
αναμένοντας, αναμένοντας). Η πρώτη φωνή σταχυολογεί περιστατικά από την ανθρώπινη διαδρομή, με
ύφος αποφθεγματικό, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει πόσο εύθραυστες είναι οι
αξιολογήσεις μας, ακόμα και μέσα από τη διόπτρα του χρόνου και την ασφάλεια που
παρέχει η όποια απόσταση.
Όλοι μιλούν για το
νόστο του Οδυσσέα και λίγοι για τον Παλαμήδη και το χαίρε αλήθεια προ εμού γαρ
τέθνηκας (σελ. 12)
Όπως μας πληροφορεί στις
Σημειώσεις η Μόσχοβη, ο Παλαμήδης
ήταν ήρωας του Τρωικού κύκλου, ονομαστός
για την ευφυία , την εφευρετικότητα και τη σοφία του, με τέτοιο σημαντικό ρόλο
που ο Αίαντας και ο Αχιλλέας τον θεωρούσαν ισάξιό τους. Όμως είχε να
αντιμετωπίσει τον φθόνο και την έχθρα του Οδυσσέα, με αποτέλεσμα να πέσει θύμα
μιας δολοπλοκίας και να θανατωθεί με λιθοβολισμό.
Και πόσα τα γεγονότα στην ανθρώπινη διαδρομή ανά τους αιώνες, αντάξια της
περιφρόνησης, όπως μας υπενθυμίζει η πρώτη φωνή, αλλά και πόσες οι φωτεινές εξαιρέσεις. «Μόνον
όταν αναγνωρίζεις το Μεγάλο, βρίσκει την πραγματική του διάσταση το Μικρό».
Η διάσταση του χρόνου και τα αισθήματα που γεννά είναι καταλυτική στην
ανθρώπινη κοσμογεωγραφία της Μοσχόβη, καλύπτοντας ποικίλες αποχρώσεις στο φάσμα
από την προσμονή και την ελπίδα, έως το άκρο της απογοήτευσης και
παραίτησης. Εξαιρετικής σύλληψης είναι
ο διάλογος του Ανήξερου ΤΟΤΟΤΕ, του Ανήμπορου ΜΕΤΑ και του Ανυπόμονου ΤΟΤΩΡΑ (ή
αλλιώς Στιγμή). Οι φιγούρες αυτές και η
στιχομυθία τους σα να έχουν βγει από ένα μονόπρακτο του Μπέκετ, και κάλιστα
αυτό το κομμάτι στο βιβλίο της Μόσχοβη, ως μια σπουδή στο χρόνο και το πώς
διαπερνά τον ανθρώπινο βίο, θα μπορούσε
να σταθεί αυτόνομα επί σκηνής.
ΜΕΤΑ: Το ΤΩΡΑ
νέμεται το ΤΟΤΕ και ΜΕΤΑ
ΤΟΤΟΤΕ: Το ΤΟΤΕ και
ΜΕΤΑ είναι μηρυκαστικά (σελ. 25)
Η
δεύτερη φωνή (το θεώρημα της μη πληρότητας) συνεχίζει την αναδρομή σε
περιστατικά της ανθρώπινης παρουσίας, προσπαθώντας να απομονώσει το ουσιώδες.
Όπου κι αν σταθείς
ο αντίλαλος μιας κραυγής που ΔΕΝ σβήνει. (σελ. 35)
ή αλλού
τόσο χονδροειδείς
στην ισχύ μας
τόσο καταχθόνιοι
στην ορμή μας (σελ. 37)
Στην τρίτη φωνή (μη αναμένοντας),
δίνεται σταδιακά χώρος σε απλά καθημερινά περιστατικά που συνθέτουν ένα μεγάλο
κομμάτι της καθημερινότητάς μας, είτε κατά μόνας είτε κατά τη συναναστροφή με
πρόσωπα του άμεσου φιλικού περίγυρου.
Έπειτα τον ρούφηξε
το ανθρωπομάνι
(σελ. 47)
Εκεί
όμως, ανάμεσα στους ανθρώπους είναι και ο χώρος των συναισθημάτων. Εκεί είναι
και ο έρωτας.
Ο ερωτευμένος είναι
φερέοικος. φέρει μαζί του το σπίτι του. δηλαδή τον άλλον. Σε μια διαφορετική
όμως πραγματικότητα είναι εξόριστος. θέλω να πω, εκτεθειμένος εκτός ορίων. Κι
εκεί ακριβώς σ’ αυτό το εκτός, μεταξύ αγωνίας και έκστασης, συντελείται μια
ακαριαία φανέρωση (σελ. 53)
Στην τέταρτη φωνή, μετά την
αφήγηση μικρών καθημερινών λεπτομερειών, ο λόγος ακολουθεί και πάλι μια
πύκνωση, καθώς σμιλεύεται από τη σιωπή μέσα στη φόρμα της στιχουργικής:
«Συνθλίβονται οι
μάσκες του χρόνου στη ριπή της στιγμής» (σελ. 54)
«Και μαθήτεψε και
τελειώσου στην αιωνιότητα/ Της σκόνης και του σπινθήρα» (σελ. 56)
Στο παρόν βιβλίο, έχει γίνει και
μια κινηματογράφηση των λεγομένων, κάτι που δίνεται ως δώρο σε όσους
παρευρίσκονται στις παρουσιάσεις του βιβλίου. Επέκταση της πειραματικότητας
στην έκφραση, αλλά δυστυχώς δεν συνοδεύει και την έκδοση του βιβλίου.
H «Αειφυγία» της Ματίνας Μόσχοβη,
όπως και προηγούμενα βιβλία της, δοκιμάζεται στα όρια των λέξεων. Σα να τις ψηλαφίζει, σα να
δοκιμάζει μέχρι πού μπορούν να φτάσουν την ανθρώπινη έκφραση. Ο λόγος της
διαπνέεται από κάτι το συμπαντικό, το μεταιχμιακό, μία αίσθηση υπαρξιακή. Αυτή
η ακροβασία, ενέχει εκ των πραγμάτων κινδύνους, αφού ταλαντεύεται μεταξύ του
οικείου και του ανοίκειου. Επιδιώκει να τραβήξει στο χώρο των λέξεων κάτι από
το άρρητο.
Αν προσπαθούσε κανείς να
ανιχνεύσει συγγένειες, θα μπορούσε να ανατρέξει στον Μπέκετ ή στον Ελύτη των
Ελεγειών της Οξώπετρας και του Δυτικά της Λύπης.
Η γραφή της έχει έντονα τον
χαρακτήρα μιας αναζήτησης τόσο γλωσσικής όσο και υπαρξιακής. Ανατρέπει τη
συνήθη ροή των λέξεων ή μια νοηματική συνοχή. Κείμενο ανοιχτό, λέξεις
εκτοξεύονται και αναρωτιέσαι από ποιες γωνιές της ανθρώπινης στάσης
προέρχονται. Ο λόγος της Ματίνας Μόσχοβη
ψάχνει, σμιλεύει και σμιλεύεται με μια προσήλωση μοναδική. Ένας σύγχρoνος μύστης που μας καλεί στα
μυστικά της γλώσσας, μακρυά από την αγορά και τον συρφετό.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ
Δημήτρης Χριστόπουλος, Δημόσιες Ιστορίες,
Διηγήματα, εκδ. Πηγή, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 162.
Δημόσιες Ιστορίες τιτλοφορεί ο Δ.
Χριστόπουλος τη συλλογή των διηγήμάτων του, ορίζοντας ως καταστατική αρχή του
υπό εξέταση βιβλίου -και αντίθετα από την επικρατούσα άποψη- τον αντίκτυπο που
έχουν στη δημόσια σφαίρα οι φαινομενικά ασήμαντη ιδιωτική πλευρά της ζωής μας.
Η μικροσκοπική εξέταση της καθημερινότητας των ηρώων του αναπλαισιώνεται στο
ευρύτερο κάδρο της Ελλάδας της κρίσης και επανασημασιοδοτείται. Οι ιστορίες δεν
είναι παρά τεμάχη του
θρυμματισμένου καθρέφτη της καθημερινότητας της κρίσης, με προεξάρχουσα
παράμετρο την ταξικότητα,ως
τον καταλύτη που καθορίζει την ταυτότητα και την ιδεολογική και πνευματική
σκευή των ατόμων. Η ορίζουσα της πολιτικής και
υπαρξιακής στάσης ζωής του Χριστόπουλου είναι η αγωνιστική ιδεολογία της
εργατικής τάξης, που ενοφθαλμίζεαι σε όλο το φάσμα της διηγήγσής του. Άλλοτε
παίρνει τη μορφή ευθείας παράθεσης γνώμης και άλλοτε μεταμφιέζεται σε σκηνικό
βάθος ενός γεγονότος, όπως τα πανό
διαμαρτυρίας των αγροτών έξω από το ποδοσφαιρικό γήπεδο. Άλλοτε
μετατρέπεται σε έναν αντιφωνικό ελεύθερο πλάγιο λόγο, που αποστασιοποιείται και
παρωδιοποιεί υφολογικά τον κυνισμό, την ιδιοτέλεια, την επιδερμικότητα ή τη
σκαιότητα των πρωταγωνιστικών προσώπων, όπως του διεφθαρμένου νεόπλουτου Νικήτα
στο «Να’ στε καλά», της Βάσως της
κομμώτριας στο «Κόντρα στον άνεμο» ή του ιδιοκτήτη του Ρόλεξ στο
«Ματωμένο μέταλλο» και άλλοτε αποτελεί κομμάτι του παρελθόντος των ηρώων του
και μέσο σκιαγράφησης του προφίλ τους, όπως του «Σδρου, του «Διαχειριστή», ή
του Άρη στο «venceremos».
Άλλοτε παρεισφρέει με ανεπαίσθητες παρεμβολές σε ανύποπτες στιγμές, όπως στο
σχόλιο του Καραγκιόζη στην παράσταση του Μιχάλη, όταν ευχαριστεί τους εξ
Εσπερίας φίλους μας και άλλοτε αναδεικνύεται η υπεροχή της έμμεσα, στην
σύγκρισή της με νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα που προσιδιάζουν σε ακροδεξιές
πολιτικές και επιλογές, όπως στα «Μπιφτεκάκια», το «GOAT» και το «Rotweiler».
Η ιδεολογία που διαποτίζει την
αφήγηση όμως, δεν αρθρώνεται μετωπικά ούτε επιβάλλεται μονολογικά, αλλά
διαμεσολαβείται ενσυναισθητικά μέσα από τις ατομικές ιστορίες των ηρώων του. Ο
Χριστόπουλος κατέχει την ποιότητα της καλής λογοτεχνίας που δεν λέει αλλά
δείχνει. Εμβυθίζεται στα ανθρώπινα και «διαβάζει» με εμπαθητική ικανότητα ακόμα
και τα αποκρουστικά αποβράσματα της νοσούσας κοινωνίας μας.
Και μολονότι η αριστερή ιδεολογία
είθισται να εκφράζεται λογοτεχνικά μέσα από μια θριαμβικά αισιόδοξη
μαχητικότητα και βρίσκεται -όπως υποστηρίζει ο Barthes- σε ακήρυχτο πόλεμο με πάσης
φύσεως ηδονισμό, ο Χριστόπουλος με παρρησία και ειλικρίνεια αποκλίνει από το
καθιερωμένο μοντέλο. Έτσι, στη θέση της
επιθετικής πίστης στον προλεταριακό αγώνα και την ανατροπή αχνοφαίνεται
η παραδοχή της ήττας ή έστω της προσωρινής οπισθοχώρησης από το όραμα, καθώς η
σημερινή κρίση του συστήματος έχει αναστείλει τις συλλογικότητες. Εξίσου, στη
θέση της άνευ όρων κομματικής αφοσίωσης στο αγώνα για το κοινό καλό,
αναγνωρίζει το δικαίωμα στη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για ατομικές στιγμές
απόλαυσης και ψυχικής πληρότητας, όταν οι ήρωές του μονολογούν: «η
συναισθηματκή στέρηση σε εκμηδενίζει» ή ακόμα : «όσο λιγοστεύουν οι απολαύσεις,
λιγοστεύει και η ζωή».
Μέσα από όλα τα διηγήματα
αναδύεται αβίαστα η προσήλωση του Χριστόπουλου στα ιδανικά της δημοκρατίας και
της κοινωνικής δικαιοσύνης και η αγανάκτησή του απέναντι στις παντοειδείς
ανισότητες. Ταυτόχρονα υψώνεται ένα
υπόκωφο, εξ ου και εκκωφαντικό Γιατί, απέναντι στην άδικη κι απρόβλεπτη, όχι
μόνο κοινωνία, αλλά και μοίρα, που
μοιάζει να συμμαχεί με την αδικία και να επιβεβαιώνει τη ρήση «όπου φτωχός κι η
μοίρα του».
Οι ιστορίες του λαμβάνουν χώρα σε ένα αμιγώς αστικό τοπίο. Στην περίοδο κρίσης ολόκληρο το αστικό τοπίο μεταρέπεται σε ετεροτοπικήσυνθήκη, μια παραλλαγή των γκέττο. Οι κοινωνικές νόρμες ανατρέπονται κατ εξακολούθηση και ισχύουν μόνο κατά τα φαινόμενα. Το αστικό περιβάλλον γεννά τερατουργήματα πέρα από κάθε έννοια κοινωνικής αρμονίας και ηθικής, επιβάλλοντας νέους νόμους συνύπαρξης. Οι νέες συμβιωτικές συνθήκες βασίζονται όχι στην αλλοτινή συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, αλλά δημιουργούν μια νέα οικολογία του φόβου, της ματαίωσης, της δυσπιστίας και της ανασφάλειας. Είναι η υποστασιοποίηση της «μετανεωτερικής ομοιωματικής μορφής της ιστορικής συλλογικότητας»
Οι χαρακτήρες του θα μπορούσαν να
διακριθούν στις εξής κατηγορίες:
Αρχικά, είναι εκείνοι που είτε
από τη θέση του απόκληρου της ζωής, είτε του ανερμάτιστου, αδαούς και
παραπλανημένου «αγανακτισμένου», εκτονώνουν το συσσωρευμένο θυμό τους με
πράξεις τυφλής βίας, όπως οι πρωταγωνιστές στο «Rotweiler», τα «Λιπάσματα» και τα
«Μπιφτεκάκια» και στον αντίποδα, εκείνοι που γίνονται, χωρίς να φταίνε,
αποδέκτες της ωμής αυτής βίας, όπως ο Αχιλλέας ο αστυνομικός στα «Λιπάσματα»
και ο Αλβανός στο «GOAT».
Μια άλλη σημαντική κατηγορία
είναι οι κυνικοί, αλαζόνες και επιδερμικοί αριβίστες, που κατρακύλησαν από τη
δόξα στην απελπισία, όπως ο γιάπης στο «Ματωμένο μέταλλο», ο νεόπλουτος
έγκλειστος στο «Να στε καλά», ο εισαγγελέας και η φιλόδοξη κόρη του στο «citius, altiusfortius», η Βάσω η κομμώτρια στο «Κόντρα
στον άνεμο» και ο πρώην αριστερός που αλλοτριώθηκε από το σύστημα στο «Χεριών
αφηγήσεις», και κοντά σ αυτούς, εκείνοι οι κοντόφθαλμοι που εν πλήρη απουσία
ταξικής συνείδησης, ενστερνίζονται το νόμο της ανταγωνιστικής ανθρωποφαγίας του
συστήματος, όπως οι εργαζόμενοι στους «Αλευρόμυλους».
Η πολυπληθέστερη όμως κατηγορία,
που απαρτίζεται τόσο από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα όσο και από περαστικές ή
παρασκηνιακές φιγούρες, είναι οι σημαδεμένοι από τη μοίρα, εκείνοι που με μια
ιδιαίτερα συγκινητική ευαισθησία βιώνουν τη φθορά με αξιοπρέπεια και βουβό
πόνο, όπως: ο ηλικιωμένος κύριος στο «501» που διαχειρίζεται σιωπηλά τον
επερχόμενο θάνατό του, ο απόμαχος πυγμάγχος στους «Αλευρόμυλους» που υφίσταται
την κοινωνική περιθωριοποίηση, ο Άρης, ο
παθιασμένος επαναστάτης του ποδοσφαίρου που τυφλώθηκε άδοξα στο «Venceremos», ο Μαραμπού ο αταξίδευτος που
χάθηκε στην αιώνια ερωμένη του, τη θάλασσα, στο «Ancredemisericorde», ο «Σδρου», που ταγμένος στον
αγώνα για μια πατρίδα ελεύθερη και μια κοινωνία δικαιότερη, προσδοκά πλέον
μεταφυσικά τη δικαίωση, ο ηρωικός στην
αποστεγνωμένη από χαρά πεζότητα της
καθημερινότητας και της μοναξιάς του «διαχειριστής», η γιαγιά Πηνελόπη στο
«Πουαντερί», γόνος μιας μακράς αλυσίδας ταλαιπωρημένων ιδεολόγων, η οποία
«διαχειρίζεται το χρόνο και την αμηχανία της με το πλεκτό», ο ήρωας στο «Κόντρα
στον άνεμο», που βίωσε μαρτυρικά τη σταδιακή απώλεια της ταυτότητάς του και
άνεργος πια αναζητά ερείσματα στις νεανικές του αναμνήσεις, ο Ναντέρ ο
μετανάστης που συνελήφθη από το μεράκι του να επισκεφθεί την Ακρόπολη, ο Μιχάλης ο Καραγκιοζοπαίκτης που ο Καραγκιόζης
του έπεσε θύμα του εκφασισμού της δημόσιας σφαίρας, ο Νικήτας ο
καρκινοπαθής, που δεν μπορεί να
εξασφαλίσει τη θεραπεία του στο «Να στε καλά», η πλειονόητα των απελπισμένων
πελατών του ταχυδρομείου στο «501» ή των ενοίκων της πολυκατοικίας στο «Διαχειριστή»
συνθέτουν το αφηγηματικό σύμπαν της πολυπρόσωπης κρίσης της εποχής μας μέσα από
το βλέμμα του Χριστόπουλου.
Κοινός παρονομαστής, leitmotif και πρώτη ύλη της αφήγησης είναι
το αίσθημα της φθοράς, της απώλειας, της έκπτωσης, μιας γενικοτερης
«υποστολής».
Ένα εξίσου επανερχόμενο αφηγηματικό
στρατήγημα είναι η ανάδειξη ενός σημείου- συμβόλου σε μικρογραφία της ύπαρξης.
Έτσι, άλλοτε ένα αντικείμενο, π.χ ένα ρολόι, ένα τζην παντελόνι, ένα κομπολόι ή
μια αγωνιστική μηχανή και άλλοτε μια τελετουργικά επαναλαμβανόμενη πράξη, όπως
το ζύγισμα του αλευριού, το κέντημα ή η κατασκευή αλυσίδων για άγκυρες
ανάγονται σε άξονα γύρω από τον οποίο περιελίσσεται κάθε ιστορία.
Στην πλειοψηφία της η διηγηματική
αφήγηση του Χριστόπουλου υπακούει στην «-ητική αρχή» του λόγου[1]. Μας
εισάγει σταθερά σε ένα περιβάλλον που μοιάζει να απευθύνεται σε αναγνώστη
ειδότα. Η αναφορική απροσδιοριστία (ένα άγνωστο υποκείμενο χωρίς να ονομάζεται,
του οποίου αγνοούμε τις ιδιότητες, εμφανίζεται σε δράση) και οι αναπόδοτες
αρχικά αντωνυμίες, δημιουργούν ένα κλίμα αναμονής και προσδοκίας, μέχρι να
αποκαλυφθεί σταδιακά η ταυτότητα των προσώπων και να αποδοθούν οι ρόλοι τους.
Ως προς τους αφηγηματικούς
τρόπους κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη προσωποπαγιωμένη αφήγηση, που επιτρέπει τη
διπλή-διφωνική θέαση των γεγονότων μέσα από τον ελεύθερο πλάγιο λόγο. Έτσι ο
λόγος του αφηγητή συχνά διαποτίζεται από τη φωνή του προσώπου στο οποίο
εστιάζει, άλλοτε συνηχώντας αρμονικά κι άλλοτε αποκλίνοντας δυσαρμονικά,
επιλέγοντας την τεχνική της ειρωνικής αποστασιοποίησης, όπως παρακάτω:
«Αυτούς τους απασχολούσαν μόνο τα
άλευρα, τα κιλά κι οι συνταγές. Α, ναι! Και η παραγωγικότητά τους. Πόσα κιλά
μπορούν να ζυγίζουν τη βδομάδα. Μια βιομηχανική νόρμα είναι η ζωή».
Μια ακόμα συχνά εμφανιζόμενη
τεχνική είναι αυτή της εγκιβωτισμένης ιστορίας που λειτουργεί παραδειγματικά
και συνειρμικά. Έτσι, ο μύθος του Χαλίλ του παπουτσή στο «Να στε καλά» από το στόμα του Ναντέρ,
διατρανώνει τη ζωτική ανάγκη του ανθρώπου να ονειρεύεται και την ελπίδα που
κινητροδοτεί τη ζωή. Η παραβολή των
Αποστόλων στο «Σδρου» λειτουργεί παραμυθιακά ως αντίβαρο στην απελπισία του
ήρωα, ενώ η ένθετη επιστολή από τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης
υπογραμμίζει την εντιμότητα και γενναιοφροσύνη των γνήσιων αγωνιστών που
προδόθηκαν. Η ιστορία του Νασρεντίν Χότζα που καυτηριάζει την υποκρισία και την
επιτήδευση λοιδορεί το χρεωκοπημένο τρόπο ζωής του στυγνού νεόπλουτου στο
«Ματωμένο μέταλλο», ενώ τα βόδια του Γυρηόνη στα «Μπιφτεκάκια» μεταρέπονται σε
αλληγορία της νοσηρής επιθυμίας για δύναμη και για έναν κακώς νοούμενο
«ηρωισμό», που διαρρηγνύει τα όρια της αβάσταχτης και οδυνηρής καθημερινότητας.
Οι ήρωες διαγράφουν σταθερά μια
καμπύλη από την άνοδο και την ακμή στην πτώση και την παρακμή, που φέρει τη
σφραγίδα της ψυχικής ερήμωσης και της απόγνωσης. Ο μηχανισμός μέσα από τον
οποίο πραγματοποιείται αυτή η τροχιά είναι συνήθως τα Flashbacks από εποχές δόξας κι ανεμελιάς
και οι επιστροφές στο καθημαγμένο τώρα της κατατροπωμενης περηφάνειας ή της
παραπλανημένης αφέλειας.
Ο χώρος αποδίδεται όχι με την
τεχνική του φωτογραφικού φακού, αλλά μέσω της συνείδησης της ενδοσκοπικής
μορφής. Αντιλαμβανόμαστε το προοπτικό βάθος
μέσα από τον προσωπικό ψηλαφισμό του από την ατομική συνείδηση των ηρώων
του. Έτσι η επιλογή του σκηνικού φόντου και των στοιχείων που το συνθέτουν, και
δη αυτών που εξαίρονται, είναι σημειωτικά αναβαθμισμένη, καθώς αυτά αποτελούν
τα σημάδια της βιωμένης εστίασης και της συνεκδοχικής πρόσληψης της
πραγματικότητας των προσώπων. Με αποτέλεσμα, κάποιες περιθωριακές και αδιάφορες
για τους πολλούς λεπτομέρειες να
αναδεικνύονται σε κομβικά σημεία του ψυχισμού ή ακόμα και του πεπρωμένου.
Κορυφαία στιγμή στη διακριτική
-στα περισσότερα διηγήματα- καταγγελία της ηθικής εξαχρείωσης, της έρπουσας
διαφθοράς και του ξεπουλήματος της συνείδησης που επιπολάζει στην εποχή μας
είναι στο διήγημα: «Χεριών αφηγήσεις». Εδώ, ο Χριστόπουλος με εκφραστική και
επινοητική δεινότητα, υφαίνει όλη την
ιστορία με μεταφορικές φράσεις που περιέχουν τη λέξη χέρι, το οποίο και
ανάγεται σε μετωνυμία της ζωής του ήρωα. Έτσι από την εποχή «των αριστερών
χεριών που διαφέντευαν» και τα βασανιστήρια στην ΕΣΑ, έφτασε να κάνει τους
άλλους του χεριού του, μέχρι που η επιχείρηση καθαρά χέρια δεν του άφησε άλλη
επιλογή από ένα χειροποίητο φέρετρο. Πρόκειται για τη θλιβερή τροχιά ενός
έντιμου αριστερού στην αλλοτρίωση, την εκποίηση της ιδεολογίας του και την
τελική του συντριβή.
Εικόνες της Ελλάδας της κρίσης
διασπείρονται παντού: στα ενεχειροδανειστήρια και τα καταστήματα αγοράς χρυσού
στο «Ματωμενο μέταλλο», στις σκηνές βίας ενάντια σε μετανάστες στο «Goat», στα σκάνδαλα υψηλόβαθμων
στελεχών, όπως του εισαγγελέα στο «citiusaltiusfortius», στην αδυναμία των ενοίκων της
πολυκατοικίας να πληρώσουν τα κοινόχρηστα στο «Διαχειριστή», στην απελπισία του
άνεργου στην αναμονή του Ταχυδρομείου στο «501», στην έλλειψη αλληλεγγύης των
εργαζομένων στους «Αλευρόμυλους», στη
μικρο- τεχνολογία που μετατρέπεται σε αλληγορία της συρρίκνωσης της πραγματικής
ζωής.
Δε
λείπει βέβαια και η ευθεία παράθεση σχολίων που αντηχούν ελεγειακά ή προφητικά,
στην Ελλάδα της κρίσης, όπως τα παρακάτω:
«Αλλοίμονο σ’ εκείνους οπού
χύσανε το αίμα τους και θυσιάσανε το δικόν τους να ιδούνε την πατρίδα τους να
είναι το γέλασμα όλου του κόσμου»
«Κανείς
μας σε λίγο δε θα ’χει πατρίδα, τόπο για να ζήσει, να ερωτευτεί, να δουλέψει
και να κλείσει ήσυχα τα μάτια του. ….. Το οξυγόνο λιγοστεύει επικίνδυνα. Δε
φτάνει για όλους. Πνιγόμαστε. Ο πλανήτης τους δε χωράει πια τόσα παράσιτα. Όσοι
επιβιώσουν θα ’χουν την αντοχή της κατσαρίδας και την εργατικότητα του
τερμίτη».
Ως κατακλείδα, η εικόνα της
κρίσης συνοψίζεται περισσότερο εύγλωττα και ανάγλυφα στην ανορθόγραφη και
ακαλαίσθητη ανακοίνωση:
«Αινικιάζοντε
κάδοι αποριμάτων. Φτινές τιμές» που
υπαινίσσεται το μέγεθος της κατάπτωσης και της εξαχρείωσης.
Ωστόσο, παρά την αποκαρδιωτική
στο σύνολό της αποτύπωση της κρίσης, επιλέγω για το τέλος δύο φράσεις ελαφρά
παραλλαγμένες, η μία του Μαραμπού του Δραπετσώνα και η άλλη της γιαγιάς
Πηνελόπης, που συνδυαστικά, αφήνουν περιθώρια ελπίδας, σε πείσμα όσων δυσκολιών
και αν περάσαμε την τελευταία πενταετία ή ακόμα και όσων έπονται:
«Ένα τραβέρσο είναι όλη η ζωή.
Τώρα θα κωλώσουμε;» εξάλλου… «η περιστροφή είναι η θεμελιώδης συνθήκη της
ύπαρξής μας»…. Ας ελπίσουμε οι επόμενες Δημόσιες ιστορίες να είναι περισσότερο
φωτεινές!
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
ΜΟΥΛΑ
[1] Θεωρία του KennethPike (1959). Στη – ητική (σύντμηση του «φωνητική) αρχή των
κειμένων, που προσιδιάζει μόνο στα μυθοπλαστικά κείμενα, εφόσον κυριαρχεί
αναφορική ασάφεια, ο αναγνώστης καλείται να αποσπάσει από τα ενδοκειμενικά
συμφραζόμενα της ενδοσκοπούσας μορφής τα δεδομένα και να συνθέσει το νόημα.
[1η δημοσίευση: τεύχος 12]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου