Συνολικές προβολές σελίδας
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
ΑΝΝΑ ΞΑΝΘΑΚΗ - ΝΗΣΙΔΕΣ ("ΟΠΟΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ").wmv
Βίντεο-πρόσκληση των "ΝΗΣΙΔΩΝ" για την παρουσίαση του 4ου τεύχους.
Επιμέλεια Βίντεο: Στέλιος Σκαραβαίος
"Όπου ο έρωτας":
Ποίηση: Άννα Ξανθάκη,
Μουσική: Πάνος Δρακόπουλος
Οκτώβριος 2010
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010
Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010
Ο κινηματογράφος στη Ρόδο (Α' μέρος)
Η συντακτική ομάδα του περιοδικού «ΝΗΣΙΔΕΣ» σε συνεργασία με το ραδιόφωνο ΛΥΧΝΑΡΙ (91, 4 FM), διευρύνουν με την ακόλουθη συζήτηση, τον κύκλο διαλόγου γύρω από διάφορα θέματα που σχετίζονται με την τέχνη του λόγου και τον πολιτισμό γενικότερα. Η παρούσα θεματική αφορά το υπό διερεύνηση δίπτυχο «Κινηματογράφος – Ρόδος» παλαιότερα, κυρίως όμως, αναμένεται να εστιάσουμε στο πώς αυτό αναδύεται και πορεύεται στις μέρες μας.
Για τον σκοπό αυτό προσκαλέσαμε να μας μιλήσουν άνθρωποι που έχουν όχι μόνο εμπειρία και γνώσεις πάνω στο θέμα, αλλά προπάντων μέσα από το γενικότερο πολιτιστικό τους ακτιβισμό, θα λέγαμε, έχουν δείξει έμπρακτα την αγάπη τους για τον κινηματογράφο και έχουν συνεισφέρει στην προώθησή του στο ροδιακό κινηματογραφόφιλο κοινό.
Πρέπει δε, να τονιστεί, πως ο διαχωρισμός της συζήτησής μας σε Α’ (στο παρόν τεύχος) και Β’ μέρος (στο επόμενό, 4ο τεύχος) υπακούει καθαρά σε πρακτικά κριτήρια: κυρίως της έκτασης της στο κύριο σώμα του περιοδικού.
Καλωσορίζουμε λοιπόν, τον κ. Γιάννη Χατζηκώστα, πρόεδρο της Κιν/κης Λέσχης Ρόδου ΘΕΑΣΙΣ, τον κ. Κώστα Γεωργιάδη, μέλος και της παλαιάς αλλά και της σημερινής Κιν/κης Λέσχης Ρόδου ΘΕΑΣΙΣ και τέλος, την κ. Αναστασία Ζέππου, μέλος της ΘΕΑΣΙΣ και τακτική συνεργάτιδα του περιοδικού μας.
Εφόσον το θέμα της συζήτησης μας σήμερα επικεντρώνεται στο θέμα “Ο κινηματογράφος στη Ρόδο” θα ήθελα να ξεκινήσουμε αμέσως με μια σειρά ερωτημάτων ιστορικής κατ’ αρχήν προσέγγισης: Ποια ήταν η λειτουργία και το οργανωτικό πλαίσιο της προηγούμενης λέσχης του κινηματογράφου της δεκαετίας του ‘70 του ‘80 και του ‘90. Καθώς επίσης: ποιά είναι η γενικότερη σχέση της Ρόδου με την τέχνη του κινηματογράφου. Ας ξεκινήσουμε με μία αναδρομή επιγραμματική ίσως, αλλά επικεντρωμένη στα ουσιώδη για τη δεκαετία του ‘70 του ‘80 και του ‘90.
Κώστας Γεωργιάδης: Εντάχθηκα στην κινηματογραφική λέσχη και δούλεψα μαζί της κατά τη δεκαετία του ‘80. Η λέσχη βέβαια υπήρχε από πιο πριν. Τη δεκαετία του ‘80 έζησα και την ακμή και την παρακμή της λέσχης. Αρχικά ήταν ένας ζωντανός οργανισμός στη Ρόδο που στις αρχές εκείνης της δεκαετίας μάζευε εκατοντάδες άτομα ακόμα και στις γενικές συνελεύσεις! Σιγά σιγά άρχισε, για διάφορους λόγους να παρακμάζει. Ίσως δεν υπήρχε και μια ανανέωση στον κόσμο που ενδιαφερόταν πρακτικά να συνδράμει στη λέσχη και όχι απλά να παρακολουθεί. Και φτάσαμε, τέλη δεκαετίας του ‘90 και αρχές του 2000, η παλιά κινηματογραφική λέσχη να πάψει να υφίσταται και να περάσει σαν δραστηριότητα στον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Ρόδου, ο οποίος απλώς πρόβαλε κάποιες ταινίες στο ΡΟΔΟΝ. Ξανάρχισε η προσπάθεια αυτή με την πρωτοβουλία κάποιων ανθρώπων, το 2001, και έκτοτε έχει αναπτύξει μια αξιόλογη δράση. Τα δεδομένα αλλάξανε φυσικά και στη Ρόδο και στον κινηματογράφο και παντού. Τα άτομα της παλιάς λέσχης, που δραστηριοποιούνται ακόμη, είναι λίγα. Θα έλεγα, ότι είναι περισσότερο καινούρια άτομα που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την καινούρια λέσχη, τη ΘΕΑΣΙΣ. Δουλεύουν αρκετά χρόνια τώρα. Ελπίζω μόνο να μην μας χτυπήσει ο ίδιος ιός που είχε χτυπήσει την παλιά λέσχη και να μην έχουμε προβλήματα ανανέωσης του δυναμικού, όχι των θεατών, αλλά περισσότερο θα έλεγα των ανθρώπων που είναι έτοιμοι να ασχοληθούν και να αφιερώσουν κάποιες ώρες και κάποιο μεράκι και φαιά ουσία φυσικά, για να συνεχίσει αυτό το θέμα.
Η διάγνωσή σου είναι ότι υπάρχει αυτός ο ιός ή ότι το συζητάμε …χάριν λόγου;
Κώστας Γεωργιάδης: Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μία έλλειψη ανθρώπων. Έχουμε αρκετές δραστηριότητες, ο κύκλος των εργασιών της καινούριας λέσχης έχει διευρυνθεί πάρα πολύ και ενδεχομένως αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να γίνει το έναυσμα να καλέσουμε και αυτούς που μας διαβάζουν και όποιους θα ενδιαφερόντουσαν, όχι μόνο σαν θεατές ή σαν καταναλωτές κινηματογράφου, αλλά και όσους θα ήθελαν να ενταχθούν στο δυναμικό της λέσχης: να μπουν στο Συμβούλιο και να δουλέψουν.
Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό;
Γιάννης Χατζηκώστας: Κατ’ αρχήν θα μπορούσαν ν' αρχίσουν να έρχονται στις προβολές μας. Οι προβολές της λέσχης είναι κάθε Παρασκευή στις 21.30 στο Δημοτικό Θέατρο. Και από κει και πέρα σε συνεννόηση μαζί μας, με το Συμβούλιο, να δραστηριοποιηθούν. Πολλά μπορούν να προσφέρουν και να ωφεληθούν από αυτή τη συνεργασία και σαν θεατές αλλά και σαν «πολιτιστικοί ακτιβιστές».
Ήδη στο μεταίχμιο της δεκαετία του ‘90 και με την είσοδο του 21ου αιώνα σημειώνεται λίγο πολύ η εκλαΐκευση των ψηφιακών μορφών αναπαραγωγής και στις κινηματογραφικές αίθουσες και στις κατ’ οίκον προβολές. Πώς αυτές οι αλλαγές επηρέασαν το σινεφίλ κοινό απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε «κινηματογραφική εμπειρία»; Κι ακόμη: αν αυτές οι τεχνολογικές δυνατότητες έπαιξαν ρόλο καλού αγωγού στην ανασύσταση της κινηματογραφικής λέσχης ΘΕΑΣΙΣ και στην ίδρυσή της το 2001.
Κώστας Γεωργιάδης: Πιστεύω, πως μερικά φαινόμενα έχουν μια αντιφατική εξέλιξη. Οι νέες τεχνολογίες, το internet, θα έλεγα, ότι είχαν δύο επιδράσεις. Από τη μια μεριά ίσως φέρανε τον κόσμο σε επαφή με τη γνώση και με τον κινηματογράφο δίνοντάς του την ευκαιρία να παρακολουθήσει μέσω του internet, μέσω των τεχνολογιών, πρώτα με την παλιά κασέτα, μετά με το dvd. Και έπεται συνέχεια, η οποία έκανε πιο εύκολη τη γνώση, άρα και την πρόσβαση στον κινηματογράφο, στις ταινίες, στην ευρύτερη πληροφόρηση για τις ταινίες κτλ. Από την άλλη ενδεχομένως δημιούργησε και ένα πλέγμα, ένα εμπόδιο, επειδή πολλοί αρνήθηκαν να πηγαίνουν στις αίθουσες, καθώς γενικώς υπάρχει πτώση της παρακολούθησης του κινηματογράφου. Από τη μια λοιπόν, με τις καινούριες τεχνολογίες ο καθένας μπορεί να παρακολουθήσει ταινίες στην άνεση του καναπέ (εγώ πάντα προτιμώ μια μεγάλη αίθουσα που πραγματικά μπορείς να αφεθείς, δεν έχει και την ίδια μαγεία). Από την άλλη, θα έλεγα, ότι οι θεατές ήρθανε και μάλιστα είναι περισσότερο υποψιασμένοι.
Οπότε είναι καλό αυτό, γιατί ξέρουμε, ότι αυτοί που έρχονται σ' εμάς έρχονται, όχι επειδή δεν έχουν τι να κάνουν, γιατί στο κάτω κάτω έχεις το Internet και πενήντα κανάλια που μπορείς να τα βάλεις στο σπίτι σου και να δεις όποια ταινία θέλεις. Άρα λοιπόν έρχεσαι στη λέσχη, επειδή έχει μία συλλογιστική, μία άποψη που είναι για μένα αντίθετη ή έστω εναλλακτική σε μια κυρίαρχη περιρρέουσα ιδεολογία αισθητική, πολιτιστική. Άρα λοιπόν για μένα, η λέσχη δεν θα είχε νόημα αν απλώς συνέχιζε στο ίδιο πολιτιστικό μοτίβο το οποίο κυριαρχεί γενικότερα στην τηλεόραση, στα μέσα ενημέρωσης κτλ. Χωρίς να σημαίνει αυτό, ότι πρέπει σώνει και καλά οι ταινίες να είναι underground. Απλά πιστεύουμε, ότι επιτελούμε ένα συμπληρωματικό και καμιά φορά αντιφατικό ρόλο σε μια κυρίαρχη τάση που υπάρχει.
Συνοψίζοντας λοιπόν θα έλεγα, ότι τώρα έχουμε πιο υποψιασμένους θεατές σε σχέση με παλιότερα. Και εξαρτάται ενδεχομένως και από μας, να μπορέσουμε να τους κρατήσουμε και να μην είναι απλά δέκτες, αλλά και ενεργοί συμμετέχοντες στην προσπάθεια.
Γιάννης Χατζηκώστας: Όλα αυτά ισχύουν - εννοείται. Το κακό με την καινούρια τεχνολογία -και όχι μόνο- είναι ότι υπάρχει μια ροπή προς την ευκολία. Όχι μόνο στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία και παντού. Δεν έχει χρόνο αρκετό στη διάθεση του, δεν έχει υπομονή, δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια ή την κατάλληλη παιδεία; Δεν ξέρω τί μπορεί να φταίει. Ίσως όλα μαζί. Αυτό βέβαια, μπορεί να ευνοεί την άνθιση των κινηματογραφικών λεσχών, γιατί είναι μία νησίδα αντίστασης και μιας διαφορετικής άποψης και αντίληψης. Και εδώ ερχόμαστε σ’ αυτά που έλεγε ο Κώστας. Ο κόσμος που θα έρθει στη λέσχη, έρχεται γιατί ξέρει ότι θα δει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που τον πλημμυρίζει και τον περιτριγυρίζει. Κι αυτή είναι η δύναμη της λέσχης μας και εκεί στηριζόμαστε. Και νομίζω, ότι οι λέσχες με τη μορφή αυτή, όχι μόνο θα επιβιώσουνε, αλλά έχουνε και πολύ σημαντικό ρόλο να παίξουνε.
Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία του ιδρυτικού πυρήνα της νέας λέσχης στις αρχές του 2000 και έπειτα, ποιοι στόχοι τέθηκαν -αν τέθηκαν- ως κεντρικοί για το όλο εγχείρημα;
Γιάννης Χατζηκώστας: Το 2001 που ξεκινήσαμε, επανήλθαν από την παλιά λέσχη 2 ή 3 άτομα. Οι περισσότεροι ήταν -αν θυμάμαι καλά- καθηγητές. Τώρα όσον αφορά την καταγωγή τους, στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους, τα μέλη δεν ήταν Ροδίτες. Τώρα αυτό πώς αποτιμάται, αν ήταν καλό ή κακό, τί να σας πώ. Και αυτό είναι ένα θέμα προς διερεύνηση καθώς πράγματι εξακολουθούν οι περισσότεροι από αυτούς που ασχολούνται στη λέσχη, τόσο στα διοικητικά όσο και σαν θεατές, να μην είναι Ροδίτες. Σημεία των καιρών. Πιστεύω, ότι η Ρόδος -είναι μία διαπίστωση που την έχω κάνει εδώ και πολύ καιρό- είναι ένα κατεξοχήν αντιπνευματικό μέρος. Πολύ λίγοι ασχολούνται με τα πολιτιστικά, είτε σαν καταναλωτές, είτε ενεργά: πολύ λίγοι. Άρα λοιπόν, το γεγονός της μετακίνησης του πληθυσμού, ευνόησε νομίζω και βοήθησε πολύ το μέρος αυτό και πρέπει να χρωστάμε ευγνωμοσύνη σε αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ και ασχολούνται με τα πολιτιστικά.
Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι γίνεται αυτό; Βέβαια είναι θέμα πολυπαραγοντικό. Αλλά ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο οι Ρόδιοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ασχοληθούν;
Γιάννης Χατζηκώστας: Μου έρχεται εύκολο τώρα να πω, ότι η ενασχόληση με τον βιοπορισμό και με το κυνήγι του χρήματος και του κέρδους, ενδεχομένως να είναι ένας πολύ σημαντικός ρόλος που δεν τους επιτρέπει, δεν τους αφήνει το χρόνο, τη διάθεση, την όρεξη, να ασχοληθούν και με κάτι άλλο πέρα από αυτό. Αλλά φαντάζομαι, ότι είναι πολλοί λόγοι. Θυμάμαι ότι, -είμαι Ροδίτης: έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει στη Ρόδο- είναι κάτι, που χαρακτήριζε το μέρος από παλιά. Δεν είναι κάτι που προέκυψε τώρα. Άρα λοιπόν: πού θα πρέπει να αναζητηθούν τα βαθύτερα αίτια; Αυτό θέλει μεγάλη συζήτηση και ενδεχομένως να την κάνουμε με μία άλλη αφορμή. Τώρα ας αρκεστούμε σε αυτή τη διαπίστωση, η οποία είναι πολύ σαφής και ξεκάθαρη: ότι στη Ρόδο δεν υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλο κοινό που να ασχολείται και να ενδιαφέρεται με τον πολιτισμό.
Κώστα, έζησες και την προηγούμενη λέσχη κινηματογράφου και τη νέα υπό τον όρο ΘΕΑΣΙΣ. Όσον αφορά τους στόχους που τέθηκαν, τί το διαφορετικό διαπίστωσες με την «επανασύσταση» το 2001;
Κώστας Γεωργιάδης: Κατ’ αρχάς υπάρχει μία διαφορά που δεν είναι μόνο τυπική. Η παλιά λέσχη λειτουργούσε με βάση ένα καταστατικό που είχε ψηφιστεί. Στο οποίο μέσα υπήρχαν και οι στόχοι της λέσχης, οι οποίοι δεν ήταν εντελώς συγκεκριμένοι πάντα, τεχνοκρατικοί, τυπικοί, λειτουργικοί, αλλά υπήρχε και μια άποψη για την προώθηση γενικότερα του πολιτισμού και ειδικότερα του κινηματογράφου με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσβαση του κοινού σε ταινίες τέχνης. Εμείς εδώ τώρα δεν έχουμε ένα καταστατικό. Άρα λοιπόν, συνεχώς μπαίνει το ζήτημα και θα έλεγα σε κάθε εκδήλωση και σε κάθε προγραμματισμό: είναι συνεχώς ένα σύμπαν που είναι ζωντανό από την ίδια την φύση των ταινιών που θα διαλέξεις, του κόσμου που θέλεις να φέρεις, των εκδηλώσεων που θέλεις να κάνεις -έτσι δίνεις και την απάντηση σιωπηλά για το ποιος είναι ο σκοπός της λέσχης. Και είναι δημιουργικό, είναι καλό το να υπάρχουν αντιθέσεις και θα έλεγα και διαφωνίες που όμως τελικά να καταλήγουν κάπου, γιατί αν είναι απλά διαφωνίες δεν έχει νόημα. Η μόνη συνθετική γραμμή είναι, ότι αγαπάμε τον κινηματογράφο. Θέλουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, στα πλαίσια του δυνατού, γιατί αυτό είναι και μία διαλεκτική σχέση στο να τον αγαπήσει και ο κόσμος «έξω». Σε αυτά πρέπει να κάνεις πάντα μια χρυσή τομή.
Το πόσο καλή ταινία ή πόσο «δύσκολη» ταινία, θέλει και μια παίδευση. Θέλει μία παιδεία η ταινία, όπως και η λογοτεχνία. Χρειάζεται να μπορέσεις να διαβάσεις μια γλώσσα κινηματογραφική που δεν είναι ενδεχομένως η κυρίαρχη, μια γλώσσα που δεν είναι το έργο με το γρήγορο τέμπο, με την άμεση ανάλυση, με την αρχή, μέση, τέλος, γραμμικά. Όλα αυτά χρειάζονται μια παιδεία. Και στην αρχή ενδεχομένως μπορεί να είναι κάτι που θα σε κουράσει. Όταν καταφέρεις και μπεις μέσα στο πνεύμα του κινηματογράφου και του δημιουργού, κάποιας συγκεκριμένης ταινίας, τότε θα το απολαύσεις, τότε θα πάρεις κάτι από αυτό, θα σου μείνει κάτι. Μπορεί να είναι στο επίπεδο της αισθητικής, της ποίησης, της ιδεολογίας, του μηνύματος, του οτιδήποτε. Αυτό είναι η κοινή συνισταμένη: ο καλός κινηματογράφος. Από κει και πέρα ερμηνεύεται αυτό διαφορετικά, αλλά αφού λειτουργούμε και τόσα χρόνια και έχουμε και μια πορεία, ελπίζω να συνεχίσουμε έτσι.
Ποια ήταν η στάση των τοπικών φορέων ενώπιον των πρωτοβουλιών της ΘΕΑΣΙΣ από τη σκοπιά της δημοτικής αρχής της εποχής, αλλά και από τους επιμέρους υπευθύνους του νομού στα θέματα πολιτισμού. Έστω και τηλεγραφικά: Θετική, ουδέτερη, αρνητική, επιφυλακτική;
Κώστας Γεωργιάδης: Nαι μεν μπήκα στην καινούρια λέσχη αργότερα, αλλά ήμουνα στην προηγούμενη λέσχη. Έχουμε κι αυτό το συγκριτικό δεδομένο. Υπήρχανε διακυμάνσεις, δεν μπορώ να τα ισοπεδώσω όλα. Παρ’ όλες τις διακυμάνσεις, δεν ήταν, για να το θέσω έτσι κομψά, μια από τις προτεραιότητες ο κινηματογράφος.
Η τέχνη –γενικότερα– ήτανε;
Κώστας Γεωργιάδης: Αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Δεν μπορώ να το απαντήσω γενικά, γιατί θα μπω σε ξένα χωράφια, ας πούμε. Παρόλο που σαν πρόσωπο, θα είχα κάποια πράγματα να πώ λ.χ. για το θέατρο: το πώς το έβλεπα τόσα χρόνια κτλ. Αλλά για τον κινηματογράφο -για διάφορους λόγους δεν θέλω να επεκταθώ- έχω άποψη, συν του ότι ήμουν 8 χρόνια μέλος του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Ρόδου και είδα εκ των έσω κάποια πράγματα. Δεν ήταν από τις προτεραιότητές τους ο κινηματογράφος και η σχέση κυμάνθηκε από συμπαθητική ανοχή μέχρι μια καλοσυνάτη αδιαφορία! Αυτό ήταν το πλαίσιο, ας πούμε. Στη συμπαθητική ανοχή όπου η στήριξη συνίσταται στο ότι έχουμε ένα μέρος να προβάλλουμε τις ταινίες, το οποίο είναι σημαντικό βέβαια. Αλλά αυτό το μέρος, ούτως η άλλως, υπάρχει για διάφορες δραστηριότητες. Υπάρχει και μάλιστα, όταν γίνονται άλλες εκδηλώσεις, έχει τύχει συχνά -έτυχε και φέτος- να μην μπορούμε να προβάλλουμε και ταινία.
Σημειώνουμε για τους αναγνώστες μας, ότι ο λόγος γίνεται για τον Δημοτικό Θέατρο (ή Κινηματογράφο) της Ρόδου.
Κώστας Γεωργιάδης: Παλιότερα υπήρξε, χρησιμοποιήθηκε και το ΡΟΔΟΝ, το καλοκαιρινό. Αλλά ακολούθησε η παρακμή του ΡΟΔΟΝ που χρησιμοποιείται μόνο την περίοδο του Ecofilm ή για κάποιες άλλες εκδηλώσεις, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να παίζει κινηματογράφο άσχετα από την κινηματογραφική λέσχη. Θα μπορούσε να το διαχειρίζεται ο Δήμος και να παίζει ταινίες κανονικές: είναι ένας πολύ ωραίος χώρος. Η σχέση με το Δήμο ήταν αυτή: όταν χρειάστηκε, δεν είχαμε τη βοήθειά του. Άλλες φορές όμως, κι αυτό ήταν θα έλεγα περισσότερο μέσα στην αυτοθυσία, μέσα στη συμβολή των εργαζομένων του Δήμου απ’ όπου πήραμε μεγάλη βοήθεια, καθώς έπαιρναν πρωτοβουλίες που ενδεχομένως δεν ήταν και αποτέλεσμα κάποιας διαδικασίας «εκ των άνω», αλλά ήταν από τους ίδιους οι οποίοι βοήθησαν πολύ τη λέσχη και παλιότερα και αργότερα και τώρα.
Γιάννη, σήμερα τί θα ήθελες να αλλάξει σ’ αυτή τη σχέση με τους τοπικούς φορείς προς όφελος φυσικά των εν γένει κινηματογραφόφιλων του νησιού; Περισσότερες σκηνές, δράσεις, διάθεση χώρων που θα μπορούσαν να αναδείξουν το αρχειακό υλικό που μας είπατε πως υπάρχει σε αφίσες, κινηματογραφικά έντυπα, μπομπίνες ή άλλους κρυμμένους θησαυρούς που εν τω μεταξύ έχετε συγκεντρώσει;
Γιάννης Χατζηκώστας: Για να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να πω, ότι η σχέση μας με τους πολιτιστικούς φορείς της πόλης το τελευταίο διάστημα έχει βελτιωθεί αισθητότατα! Αυτή τη στιγμή η συνεργασία μας με τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Ρόδου είναι άψογες. Μας στηρίζουν. Δεν ξέρω κατά πόσο εκτιμούν αυτό που κάνουμε, αλλά νομίζω ότι το εκτιμούν. Αλλά πέρα από αυτό συνεργαζόμαστε πάρα πολύ καλά. Ό,τι τους ζητήσουμε το κάνουν, βέβαια και εμείς από τη δική μας τη μεριά είμαστε πολύ καλοί και πολύ βολικοί συνεργάτες, με τον εξοπλισμό μας. Όποτε μας ζητηθεί ο εξοπλισμός μας, είναι στη διάθεση του «Δημοτικού» και του «Πολιτιστικού». Και πολλές εκδηλώσεις που δεν είναι δικές μας εκδηλώσεις, είναι εκδηλώσεις του «Πολιτιστικού», έχουν εξυπηρετηθεί από τον εξοπλισμό της ΘΕΑΣΙΣ. Έτσι λοιπόν, έχουμε μια άψογη συνεργασία.
Αυτό που θα θέλαμε, είναι μία στέγη, η οποία να βρίσκεται κοντά στο φυσικό μας χώρο, δηλαδή κοντά στο Δημοτικό Θέατρο, γιατί αυτή τη στιγμή έχει μαζευτεί ένα αρκετά πλούσιο αρχειακό υλικό από κριτικές, από περιοδικά, βιβλία, ταινίες, παλιότερες ταινίες. Και ενδεχομένως εκεί θα μπορούσαμε να στεγάσουμε και το αρχειακό υλικό της παλιάς της λέσχης. Ό,τι έχει διασωθεί, ό,τι υπάρχει. Αλλά γι’ αυτό χρειαζόμαστε μία στέγη. Έτσι παίρνω την ευκαιρία από αυτό το βήμα και από αυτή την συζήτηση που κάνουμε, να απευθυνθώ στον «Πολιτιστικό» και να του ζητήσω (δεν χρειάζεται κάτι σπουδαίο ή κάτι πολύ σημαντικό: Θα το εξοπλίσουμε ούτως ή άλλως εμείς), να μας παραχωρηθεί ένα δωμάτιο σε μια από τις Υπηρεσίες, σε ένα από τα κτίρια. Αυτό θα ήταν πολύ μεγάλη ευκολία για μας. Και θα μας έδινε το κίνητρο να φτιάξουμε ακόμα περισσότερα πράγματα, να μαζέψουμε ακόμα περισσότερο υλικό το οποίο ουσιαστικά θα είναι στη διάθεση των πολιτών και στη διάθεση του Δήμου. Δεν το θέλουμε ζηλότυπα για τον εαυτό μας.
Χαρτογραφώντας, έστω και συνοπτικά το κινηματογραφόφιλο κοινό της Ρόδου, ποιές ηλικιακές ή επαγγελματικές ομάδες ή και με γνώμονα τον τόπο καταγωγής τους «κατηγορίες» θεατών θα εντοπίζατε. Ήδη νωρίτερα Γιάννη, έκανες τις πρώτες επισημάνσεις πάνω στο ερώτημα. Σήμερα, ποιοί παρακολουθούν κινηματογράφο εδώ, στη Ρόδο;
Αναστασία Ζέππου: Συνήθως εκπαιδευτικοί, καθηγητές, οι οποίοι είναι και από άλλες πόλεις της Ελλάδας. Πολλοί επίσης «προέρχονται» από το χώρο της αρχαιολογίας, από την αρχαιολογική υπηρεσία, οι οποίοι παλιότερα, συγκεκριμένα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν πιο έντονη παρουσία στην κινηματογραφική λέσχη. Τώρα τον τελευταίο καιρό, υπάρχει ένα ποικίλο κοινό. Το οποίο ανανεώνεται συχνά. Άνθρωποι από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Υπάρχουν ακόμη και μαθητές και φοιτητές που έρχονται και παρακολουθούν.
Γιάννης Χατζηκώστας: Πολύ λίγοι είναι οι φοιτητές που έρχονται. Αυτό είναι το παράπονό μας εδώ και αρκετό καιρό: το ότι δεν έχουμε συμμετοχή, τουλάχιστον τη συμμετοχή που θα περιμέναμε εκτός από μαθητές, κυρίως από φοιτητές. Οι οποίοι προφανώς έχουν και ελεύθερο χρόνο και έχουν μία ευρύτερη παιδεία απ’ ότι έχει ένας μαθητής, ο οποίος είναι πιεσμένος.
Κώστας Γεωργιάδης: Και επειδή, θα προσέθετα, οι ταινίες που προβάλλονται, δεν είναι μόνο σινεφίλ, ενός συγκεκριμένου κινηματογράφου, μίας κινηματογραφικής «γραμμής». Έχει μια ποικιλία η λέσχη, χωρίς να γίνεται εμπορική. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεγαλύτερη ποικιλία στο κοινό και από Παρασκευή σε Παρασκευή υπάρχει μία διαφορά.
Συμπληρώνοντας αυτές τις παρατηρήσεις που έκανε ο Γιάννης σχετικά με τους φοιτητές στη Ρόδο, θα ήθελα να ανοίξω μια μικρή παρένθεση: ότι στα χρόνια 1998-2001 είχαμε ξεκινήσει τη λειτουργία μια κινηματογραφικής ομάδας, όχι λέσχης -δεν είχαμε τόσο φιλόδοξο πλάνο- που ήταν ενταγμένη στη λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού που είχαμε ιδρύσει τότε (Σημ.: 107,2 FM). Δειλά δειλά η ομάδα αυτή προχώρησε σε κάποιες προβολές σημαντικών ταινιών που συνδύαζαν και το εμπορικό εκτόπισμα, δηλαδή κινηματογράφο δημιουργών, όπως π.χ. ο Κόπολα, ο Χίτσκοκ, οι Monty Pythons. Το αναφέρω, γιατί αυτή η ιστορία δεν είχε τη διάδοχη κατάσταση, όπως ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του ‘90 με την κινηματογραφική λέσχη της τότε Ρόδου. Και πάντα ένας ζωντανός οργανισμός αναζητάει τη διάδοχη του κατάσταση - ειδάλλως καταρρέει.
Συνεχίζουμε: Μιλήστε μας λιγάκι για τις θεματικές των αφιερωμάτων σας. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι έχετε κάνει αφιερώματα στον αραβικό, στον ιταλικό, στον ιρανικό κινηματογράφο, στο Nino Rota - στον πολύ μεγάλο και αγαπημένο μας Ιταλό συνθέτη…
Κώστας Γεωργιάδης: Στο σημείο αυτό ερχόμαστε πάλι στο προηγούμενο ερώτημα σχετικά με τους στόχους της ΘΕΑΣΙΣ, οι οποίοι με το χρόνο διευρύνονται συνεχώς. Και έχουμε κάνει πάρα πολλές εκδηλώσεις και θα δείτε ακόμα ετοιμάζουμε πάρα πολλά πράγματα. Να δούμε, πώς θα τα βγάλουμε πέρα βέβαια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα την αντιμετωπίσουμε εμείς από μέσα. Στα προηγούμενα 2 χρόνια -για να μην πάμε και πολύ πίσω- μια πολύ σημαντική εκδήλωση ήταν πέρσι με το Μάνο Ζαχαρία: ένα διήμερο αφιέρωμα στο Μάνο Ζαχαρία. Ο οποίος ήταν εδώ και μας μίλησε. Πρόκειται για έναν πολύ αξιόλογο, έναν εξαιρετικό δημιουργό, μία προσωπικότητα πολύ σημαντική. Είναι πραγματικά η ιστορία της Ελλάδος του 20ου αιώνα.
Και με τα θετικά και με τα αρνητικά της. Από ιδεολογική κυρίως, σκοπιά.
Γιάννης Χατζηκώστας: Πάντως δεν σας κρύβω, ότι εγώ προσωπικά τον ήξερα μόνο ως όνομα. Δεν είχα δει κινηματογραφικές του ταινίες. Παρόλο που ήταν σταρ της δεκαετίας του ‘80 με τη συνεργασία του με τη Μελίνα Μερκούρη τότε. Οι ταινίες του δεν περάσανε στη δικιά μου γενιά.
Κώστας Γεωργιάδης: Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, το γεγονός ότι τόσο σημαντικές ταινίες ήταν άγνωστες. Το γεγονός οφειλότανε σε δική του επιθυμία, επειδή είχε δημόσια θέση στη Ελλάδα. Δεν θέλησε να αυτοπροβληθεί, προκειμένου να μην του καταλογιστεί το γεγονός, ότι χρησιμοποίησε τη θέση του για να προωθήσει τις ταινίες του. Έτσι είχε επιβάλλει ένα σιωπηλό εμπάργκο στον εαυτό του: στις ταινίες του. Λάθος του, πιστεύω, τεράστιο λάθος του. Τέλος πάντων, έστω και αργά τις ανακαλύψαμε. Εγώ τις ανακάλυψα σε ένα αφιέρωμα της ΕΡΤ1, λίγο καιρό μετά πια, αφότου ο ίδιος αφυπηρέτησε και συνταξιοδοτήθηκε. Και τις είχε παρουσιάσει μάλιστα ο ίδιος και έμεινα άφωνος! Υπάρχει τέτοιο πρόσωπο και υπάρχουν και τέτοιες ταινίες; Από τότε μου έγινε έμμονη ιδέα να τον φέρουμε κάποια στιγμή. Τον είχα συναντήσει στο περσινό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Εκεί πέρα γνωριστήκαμε, μιλήσαμε, τα κανονίσαμε και τον φέραμε. Εδώ μας βοήθησε και ο Κωνσταντίνος ο Ηλιόπουλος, μέλος της λέσχης μας, παλιός παραγωγός και σκηνοθέτης του Ελληνικού κινηματογράφου. Μαζί τον φέραμε. Παρουσιάσαμε δύο ταινίες του. Έμεινε κατενθουσιασμένος και μάλιστα θέλει να ξαναέρθει: θα ξανακάνουμε κι άλλο αφιέρωμα. Μέσα στο 2010 οπωσδήποτε.
Τί θα λέγατε να του κάναμε μία από κοινού συνέντευξη. Εν μέρει έχει επιτευχθεί ο στόχος να γνωστοποιηθεί το έργο του.
Γιάννης Χατζηκώστας: Και ο ίδιος είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Όχι μόνο ευφραδής, αλλά έχει τόσα πολλά στο μυαλό που να είσαι σίγουρος, ότι εμείς δεν θα αρθρώσουμε λέξη: δεν θα προλάβουμε να πούμε τίποτα. Για να συνεχίσω και να μην μακρηγορήσω: είχαμε φέρει επίσης τον Israel Horovitz σε συνεργασία με το Κέντρο Λογοτεχνών και το ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου. Διοργανώσαμε ένα πολύ ωραίο τριήμερο εκδηλώσεων. Είναι ο σεναριογράφος μεταξύ άλλων του «Φράουλες και αίμα». Μάλιστα, είχαμε προβάλλει το «Φραουλες και αίμα», το είχε προλογίσει ο Κώστας.
Πριν δύο χρόνια είχαμε φέρει το Λευτέρη τον Ξανθόπουλο, ο οποίος είχε κάνει και ένα master class εδώ πέρα για τα παιδιά που ασχολούνται με την κινηματογράφηση και είχαμε δείξει τον «Δραπέτη», μία εξίσου πολύ σημαντική ταινία με τον Καζάκο και τον Τζώρτζογλου. Πέρσι το καλοκαίρι είχαμε οργανώσει το Φεστιβάλ Ψυχικής Υγείας μαζί με την ΠΑΝΑΚΕΙΑ. Με το Ιταλικό προξενείο συνδιοργανώσαμε το αφιέρωμα στο Nino Rota. Κάναμε κάποιες εκπαιδευτικές προβολές για τα δημοτικά σχολεία. Τώρα συνεργαζόμαστε με το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας και τους κάνουμε ειδικές προβολές, και για όλα αυτά τα παιδιά, τους μαθητές, έχουμε εκδώσει κάρτες ελευθέρας εισόδου στις εβδομαδιαίες μας προβολές. Κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων κάνουμε μία παιδική προβολή. Πέρσι είχαμε δείξει τις βραβευμένες ταινίες του Φεστιβάλ Δράμας και τις βραβευμένες ταινίες του Φεστιβάλ της Πάτρας. Κάναμε και μία προβολή στην Τήλο, εκπαιδευτική, σε συνεργασία με την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Και επίσης, διατηρούμε τη συνεργασία μας με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική.
Είστε σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και τους καθηγητές Ιστορίας του. Αλήθεια, τί σηματοδοτεί αυτή η πρωτοβουλία και ποιά είναι τα συν και τα πλην, που έχετε ως τώρα καταγράψει.
Κώστας Γεωργιάδης: Να πω κατ’ αρχήν, πριν περάσω σ’ αυτό, ότι τυχαίνει καμιά φορά κάτι που δεν έχουμε προγραμματίσει να είναι και από τα πιο ενδιαφέροντα. Διότι έτυχε να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον ιρανικό κινηματογράφο. Δεν το ανέφερε ο Γιάννης. Απλά είναι σημαντικές οι ευκαιρίες που σου δίνονται να γνωρίσεις κάτι το διαφορετικό και από την άλλη, ο ιρανικός κινηματογράφος είναι ένας κινηματογράφος που ακούγεται αρκετά πια, μιάς και ένας σκηνοθέτης του ο Κιαροστάμι έχει βραβευθεί στις Κάννες δύο φορές. Ήταν πολύ ενδιαφέρον. Ήρθε μάλιστα και κάποιος από την πρεσβεία του Ιράν και μιλήσαμε. Άρα λοιπόν, είναι ένα παράθυρο σε ένα άλλο πολιτισμό: το να ακούσεις, ας πούμε, μία διαφορετική άποψη για τα τεκταινόμενα εκεί μέσα από τη δικιά τους ματιά, την κινηματογραφική. Και τέτοια αφιερώματα θέλαμε να έχουμε πιο πολλά. Να βλέπουμε, όχι μόνο ευρωπαϊκό ή ακόμη περισσότερο Αμερικάνικο κινηματογράφο, αλλά να δούμε κινηματογραφίες από όλο τον κόσμο. Και από κάθε καλλιτεχνική και αισθητική άποψη.
Τώρα για το Πανεπιστήμιο…; Η αλήθεια είναι, ότι εγώ δεν έχω εμπλακεί πολύ. Η σχέση με το Πανεπιστήμιο είναι απλά, ότι έχω παρακολουθήσει κάποιες ταινίες που προβάλλανε.
Για μένα η πρωτοβουλία είναι πολύ καλή. Υπάρχει ένας αυτοστοχασμός. Κάνουμε μια σειρά δράσεων και βλέπουμε. Για μένα είναι καλή η πρόθεση, το να συνδέσεις δηλαδή, μαθήματα που κάνουν οι καθηγητές με ταινίες. Αυτό ενδιαφέρει: ή σεμινάρια, ή οτιδήποτε, να το συνδυάσεις με τον κινηματογράφο - είναι πολύ γόνιμο. Πιστεύω, ότι θα ‘πρεπε ίσως άνθρωποι του Πανεπιστημίου, οι οποίοι είναι πολύ καλοί στο αντικείμενο τους, στην επιστήμη τους, να συνεργάζονται με ανθρώπους οι οποίοι ξέρουν περισσότερα για τον κινηματογράφο και οι οποίοι τυχαίνει αυτή τη στιγμή να είναι στη λέσχη. Το αποτέλεσμα, πιστεύω, θα ήταν περισσότερο ικανοποιητικό. Είναι σαν να σου υπόσχονται πολλά, να περιμένεις πολλά και τελικά να σε αφήνουν στη δίψα ή στην πείνα σου.
Από αυτή την άποψη, πιστεύω, ότι είναι μια καλή πρωτοβουλία, αλλά με δική τους βούληση, θα έπρεπε να μας εμπλέξουν περισσότερο στο θέμα του κινηματογράφου, ώστε να μπορέσουμε να συναντηθούμε από τη μια μεριά, ο οποιοσδήποτε θεωρητικός, ή καθηγητής, ή ειδικός, πάνω σε ένα τομέα -είτε είναι ιστορία, είτε είναι οτιδήποτε- και να μπορέσουμε να δούμε ποιά είναι η ματιά, πώς περνάει μέσα από ένα κείμενο, μια άποψη, μια ιδεολογία, μια ιστορική θεώρηση, πώς περνάει μέσα από τις κινηματογραφικές εικόνες: αυτό θα ‘χε περισσότερο ενδιαφέρον. Όχι απλά να δείξεις μια ταινία, σαν ξεκρέμαστο γεγονός, κάνοντας –το πολύ- μια διάλεξη πάνω στο θέμα. Το ενδιαφέρον λοιπόν, για μένα θα ήτανε, πώς ακριβώς δένονται αυτά τα δύο. Γιατί ο κινηματογράφος -δεν είναι σωβινισμός αυτός κινηματογραφόφιλος- έχει μια άλλη διάσταση από τις άλλες τέχνες. Έχει μέσα το στοιχείο -όσο κι αν δεν το θέλουν, όσο κι αν είναι ασυνείδητο μερικές φορές ή κρυφό-, της ιδεολογίας, το στοιχείο της ιστορίας, το στοιχείο της άποψης. Ο Γκοντάρ έλεγε, ότι το κάδρο είναι ιδεολογικό και προφανώς και το μοντάζ και οτιδήποτε. Άρα λοιπόν, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε, πώς η κάθε θεώρηση, ή το κάθε θέμα που προβάλλεται από το Πανεπιστήμιο, κατορθώνει και περνιέται μέσα από τις εικόνες στον θεατή. Από αυτή την άποψη, πιστεύω, ότι θα έπρεπε να εμπλακούμε περισσότερο, αν ενδιαφέρεται το Πανεπιστήμιο φυσικά, καθόσον είναι δική τους πρωτοβουλία.
Τέλος Α’ μέρους της συζήτησης
Η συνέχεια στο 4ο τεύχος των “ΝΗΣΙΔΩΝ”
Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010
2 κριτικά σημειώματα του Ν. Κ. Φιλίππου: "Πόσιμη ζωή" & "Ποιήματα ελληνικής υφής"
ΠANOΣ ΔPAKOΠOYΛOΣ: Πόσιμη ζωή, Aθήνα 2006, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 99.
Eίναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Πάνου Δρακόπουλου και αποτελείται από ποιήματα γραμμένα από το 1996 ως το 1999. Xωρίζεται σε δύο μέρη· το δεύτερο, με τέσσερα μόλις ποιήματα, τιτλοφορείται "Προσωπογραφίες". Tο πρώτο, κατά πολύ μεγαλύτερο, αποτελείται με τη σειρά του από επτά, περίπου ισοσθενείς σε έκταση, ενότητες.
O αριθμός επτά είναι άραγε συμπτωματικός; O γλωσσικός και νοηματικός αιφνιδιασμός που προκαλούν τα ποιήματα του Δρακόπουλου προσδίδουν έναν υπερρεαλιστικό χαρακτήρα στην ποίησή του (ας χαρακτηρίσουμε έτσι προς το παρόν τις εντυπώσεις μας καθώς διατρέχουμε τις σελίδες του βιβλίου), και εξηγούν ίσως τη χρήση του αριθμού επτά, αν αναλογισθούμε τις σημασίες που του αποδόθηκαν σαν μια μυστική αρχή οργάνωσης του κόσμου, κατά συνέπεια και ως συστατικό στοιχείο της ποιητικής σύνθεσης και δημιουργίας, από ποιητές ή ποιητές με υπερρεαλιστικές καταβολές. H παρατήρηση που κάνουμε δεν έχει ίσως ιδιαίτερη αξία, μας βοηθά όμως να τοποθετήσουμε εξαρχής την ποίηση του Δρακόπουλου σε αναγνωρίσιμα πλαίσια και να την κατανοήσουκμε πληρέστερα.
Oι υπερρεαλιστικοί αντίλαλοι είναι βέβαια εμφανείς, και εύκολα εντοπίζουμε τις οφειλές στον Eμπειρίκο, μεταξύ των άλλων στην ιδιόμορφη χρήση της καθαρεύουσας που κάνει ο ποιητής. Mια πρόχειρη καταγραφή παραδειγμάτων, ελάχιστα ανάμεσα στα πολλά: Eνότητες της συλλογής τιτλοφορούνται "Mε το δεξί τα βέλη του τινάσσει ο αριστερόχειρ έρως", ή "Aπό' να κλαδάκι κερασιάς κρέμεται το παχύσαρκο απρόοπτο". Kαι μερικά σπαράγματα ποιημάτων: "το φάλτσο μιας σοπράνο/ αλήθειας που αιμορραγεί/ εντούτοις επιμένει/ μαχόμενη εν αμύνη", ή και "Πώς θαρρεί κανείς ακατανόητο/ ότι οι ήχοι μελισσοκοπιούνται ολούθε/ κι αυθαδιάζουν νωρίς νωρίς" και ακόμα ένα "Eίμαστε μάρτυρες ενός επίγειου θαύματος/ που ξεχειλίζει/ έως τη σφαιρική πυρά των οριζόντων". Δε θα είχαμε άδικο αν αναγνωρίζαμε εδώ προθέσεις υψηλόφρονες και τονισμούς εξαγγελτικούς, που συχνά υπονομεύονται από μια σαρκαστική και ανατρεπτική διάθεση. Aν περιορίσουμε όμως την οπτική μας σ' αυτές τις προφανείς (και πρόχειρες) παρατηρήσεις θα αδικήσουμε την "Πόσιμη ζωή", που είναι πιστεύω μια σημαντική συλλογή ποίησης, και άξια μιας προσεκτικής ανάγνωσης. Ξεκινάμε λοιπόν απ' την αρχή με την πιο κάτω παρέκβαση.
H συλλογή σ' ένα πρώτο ξεφύλλισμα φαίνεται ιδιόρρυθμη και απροσπέλαστη σε μια επιπόλαιη ανάγνωση. Aν δίνει όμως αυτή την εντύπωση, δεν είναι γιατί ο ποιητής υποκύπτει στους πειρασμούς (ή τις αδυναμίες) μιας ερμητικής και αυτοαναφορικής έκφρασης. Eίναι μάλλον επειδή παραδίδει στον αναγνώστη μια ποίηση υψηλής σκόπευσης και του ζητά να επιστρατεύσει τις νοητικές και συναισθησιακές του δυνατότητες, να μετάσχει δηλαδή και αυτός ως ισότιμος εταίρος, όχι βέβαια στη συγγραφή, αλλά, στην εξίσου σημαντική για την ακεραιότητα της ποιητικής κατάθεσης, ουσιαστική κατανόηση και μέθεξη εντός του ποιητικού κειμένου. Λέγεται ότι η απαιτητική ανάγνωση μοιάζει με μια μονομαχία μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Στην πάλη αυτή δεν υπάρχει νικητής ή ηττημένος, τα ίχνη ενός αγώνα μονάχα που θα μας βοηθήσουν να προσεταιρισθούμε το προσφερόμενο κείμενο. Aς αποδεχθούμε την πρόκληση λοιπόν κι ας αγωνισθούμε…
Mε τα παραπάνω νομίζουμε πως δεν προδίδουμε τις προθέσεις του ποιητή, αφού ο ίδιος δηλώνει ρητά (σε φιλειρηνικό τόνο πάντως!) ότι μας προσκαλεί στην αναγνωστική περιπέτεια. Iδού το σχετικό παράθεμα, που διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα: ΣAN ZEYΓAPΩΣEI H AΛHΘEIA: H ποίηση στην παλάμη/ θέλει δεύτερη παλάμη/ να μιλήσει και ν' ανθίσει. Kαι, σαν επίλογο στο βιβλίο, ο ποιητής φροντίζει να μας υπενθυμίσει τις ευθύνες που μας αναλογούν, συγχρόνως και την απόλαυση που κερδίζουμε από την αναγνωστική εμπειρία. Mας προτρέπει λοιπόν: Aναγνώστη ωκεανέ/ για τις λέξεις/ που θάφτηκαν/ κάτω απ' το μελάνι/ στράγγιξε ένα ποίημα/ απ' τον άταχτο βυθό σου/ αρμένισε/ ένα τραγούδι/ στον ακούραστο αφρό σου./ Aρμένισε.
Tούτων λεχθέντων, ας επιχειρήσουμε τώρα να συζητήσουμε το περιεχόμενο της συλλογής, τα θέματα και το υλικό που μετουσιώνονται σε στίχους. Tο ποιητικό σύμπαν του Π. Δρακόπουλου κατοικείται από φυσικά φαινόμενα, από τη θάλασσα και τον ωκεανό, από το βυθό και τον αφρό των κυμάτων, τα φύκια και το λέπι του ψαριού, τους γλάρους και τους πελεκάνους, αλλά και τον άνεμο και τα αστέρια, και, σε μια άλλη βαθμίδα των πραγμάτων, από το σίδερο, τις καπνοδόχους, τα φύτρα κάρβουνου ή τα εβένινα τραπέζια. Σ' αυτό τον κόσμο κινούνται τα πρόσωπα της ποίησής του, η κυνηγός των αστεριών, οι εραστές, οι ποιητές, οι ψυχές που νυχοβατούν τη νύχτα, ο ναυαγός ναυτίλος. H απαρίθμηση αυτή που είναι μόνο ενδεικτική μας δείχνει τα υλικά με τα οποία ο ποιητής στήνει το σκελετό του έργου του, τις διαδρομές και αντιστοιχίσεις τους. Πρόσωπα και πράγματα συμπλέκονται και σχηματίζουν νέες, υβριδικές οντότητες, μέσα στις οποίες τα συστατικά τους μέρη δεν εξαφανίζονται, αντίθετα αποκαλύπτονται, με απροσδόκητο και παρ' όλ' αυτά εύστοχο τρόπο, προικισμένα με νέες, αναβλύζουσες από τη βαθύτερη ουσία τους, ιδιότητες, σε μια καινούργια, πληρέστερη από τα επιμέρους σύνθεση. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
TΩN ΣAΛIΓKAPIΩN EPAΣTΩN OMOΛOΓIA
Mε το σάλιο τους μελάνι/ οι σαλιγκάριοι εραστές/ ομολογούν την εύθραυστη/βαρύτητα και μοναξιά/ του όστρακού τους/ πάνω στης σαρκός/ τους αμέτρητους παπύρους.
TO MAXAIPI
Στην αλύγιστη από παλίρροιες/ και χρόνους/ πλάτη των βράχων/ ξεγυμνώνει το κορμί της/ γυαλιστερό και κρύο σαν μαχαίρι/ και το καρφώνει μονομιάς/ μέσα στό σώμα της θαλάσσης.
Δεν πρόκειται βέβαια για κατασκευή συμβόλων, ούτε η ποίηση του Π. Δρακόπουλου έχει συμβολιστικές απηχήσεις. Oρισμένοι θα αναγνωρίσουν, όπως εξάλλου υπαινιχθήκαμε στην αρχή του άρθρου μας, υπερρεαλιστικές επιρρροές. Πρόκειται όμως περισσότερο για την επέμβαση του ποιητή στην ίδια την υποδομή των πραγμάτων, μια κίνηση της φαντασίας που σχετίζεται με την προ-λογική δομή της σκέψης. Θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για το παράλογο, ( σε ένα βαθμό η σκια του Σαχτούρη πλανάται στις σελίδες της συλλογής σε στίχους όπως: Mακριά τα νύχια του σίδερου/ του αδηφάγου/ του ανελέητου/ απ' της χαραυγής τον πετεινό) αλλά η συσχέτιση αυτή είναι μάλλον άγονη, όχι μόνο γιατί χαρακτηριστικά του παραλόγου, όπως είναι ο σπαραγμός και η αποξένωση, μετριάζονται συχνά από την αισιοδοξία του εξαγγελτικού κηρύγματος και την υπονομευτική ειρωνεία, αλλά και γιατί δεν είναι το "παράδοξο" ή το "θαυμαστό", το ξήλωμα της δομής της γλώσσας ή η ανασύνταξή της που ενδιαφέρουν τον ποιητή.
Aς διευκρινίσουμε το σημείο αυτό, καίριας σημασίας για την κριτική μας, ανασύροντας τους θεματικούς πυρήνες της ποίησής του. Σε μια προσεκτική καταγραφή διακρίνουμε το ερωτικό στοιχείο, τους ποιητές και την ποιητική δημιουργία, τη γνώση και τη λήθη, την αποτίμηση της παράδοσης, το στοχασμό και την πράξη. Tα θέματα αυτά εκφράζονται ποιητικά διαμέσου των υλικών του που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο, των ιδιοτήτων των πραγμάτων και της μεταστοιχείωσής τους. Γινόμαστε σαφέστεροι τώρα: Θεματικές αναφορές στην ποιητική δημιουργία ας πούμε, εντοπίζουμε σε ποιήματα ή σπαράγματα όπως (παραλείπουμε τη στοίχιση) O αφρός ξεχρεώνει το αλμυρό του χρέος ενώ χρησμοδοτεί, Στις ράχες των κυμάτων αχθοφέρεται ο πλούτος των υποθαλάσσιων ορυχείων, Xρώμα του αλμυρού βυθού κυλίσου ως μελάνι μου για να το πιει το μαράζι της λέξης. Kαι επίσης: Mια φύτρα κάρβουνο τις αυλές των ποιητών ανοίγει στο άπειρο… Kαι αλλού συναντάμε τους "θνητούς καρβουναραίους" (να θυμηθούμε εδώ τη Mούσα καρβουναρού του Σαββόπουλου;).
Και το ερωτικό στοιχείο εμφανίζεται πληθωρικό· παραθέτουμε ένα ποίημα:
2 NOEMBPIOY
Έχει το μυστικό της/ η κυνηγός θωριά στ' αστέρια/ το κολύμπι προς την άνυδρη ακτή/
το τυφλό πετροβόλημα της ανάμνησης/ το χώμα/ η φωτιά
και το καυσόξυλο που σπιτώνει/ τον περαστικό θεό
- το ίδιο καυσόξυλο που σπέρμα ταυτόχρονα/ είναι
το χλιμίντρισμα του ρίγους/ και ο θηλασμός του έρωτα μες στη αγκαλιά σου/
ένα/ με το δικό της γυμνό μυστικό!
Σ'αυτό το ολιγόστιχο αλλά περιεκτικό ποίημα, ο αναγνώστης θα διακρίνει βέβαια πώς το θέμα του έρωτα επιμερίζεται (σε) και νοηματοδοτεί φυσικά και υλικά στοιχεία και πώς, αντιστρόφως, ιδιότητες με τις οποίες προικοδοτούνται τα πράγματα, ιδιότητες εγγενείς σ' αυτά, αποκεκαλυμμένες από την ποιητική δημιουργικότητα, όχι αυθαίρετες, περιγράφουν και ορίζουν την ερωτική πράξη στις πολλαπλές της βαθμίδες. Kαι πάλι συναντάμε κατά κάποιο τρόπο την υβριδική ποιητική οντότητα που αναφέραμε παραπάνω. Aυτό είναι νομίζουμε το ειδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης του Π. Δρακόπουλου. Aξίζει να κάνουμε την παρατήρηση ότι εδώ η γλώσσα, οι λέξεις, δεν είναι το όχημα έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων αλλά συμμετέχει ισότιμα μ' αυτά στο σχηματισμό, τη μορφοποίηση του ποιήματος. H ίδια η γλώσσα γίνεται δομικό υλικό. Kαι η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι με λέξεις, εκφράσεις και τύπους που ο ποιητής αρδεύει από ποικίλες πηγές, από τον υπερρεαλισμό, όπως συχνά δηλώσαμε, αλλά και από έναν, παλαιότερης κοπής ευγενή λυρισμό που ευχερώς διακρίνουμε σε διάσπαρτα σημεία της συλλογής, προτείνει μια στέρεη ποιητική αρχιτεκτονική με εμφανείς τους αρμούς της δεσιάς της. Ίσως έτσι, με τη χρήση δηλαδή δομικών υλικών που ταιριάζουν μάλλον στην ελεύθερη ροή της ποιητικής ύλης ως στοιχείων μιας συνεκτικής, επιμελώς διαρθρωμένης ποίησης εξηγείται η ένταση που διακρίνουμε στους στίχους του Π. Δρακόπουλου, και η γοητεία τους βέβαια (που ενισχύεται από το ρυθμικό διασκελισμό που επιβάλλεται στον αναγνώστη). Aυτό το γνώρισμα αποδίδει πρωτοτυπία και εφευρετικότητα στη συλλογή αυτή στις καλύτερες στιγμές της, που είναι άφθονες, και, νομίζω, επιτρέπει τη διαπίστωση ότι κερδίσαμε μια αξιόλογη ποιητική φωνή από την πρώτη κιόλας στιγμή της εμφάνισής της.
Πρώτη δημοσίευση: "Νησίδες", τεύχος 1
KATEPINA AΓΓEΛAKH-POYK, TZONAΘAN NTAN (επιμ.): Ποιήματα ελληνικής υφής. Aνθολογία από δέκα ποιητές, Poems of greek texture. An anthology of ten poets.
(δίγλωσση έκδοση).
Διεθνές Kέντρο Λογοτεχνών και Mεταφραστών Pόδου, Pόδος 2008, σελ. 201.
Στο βιβλίο αυτό δημοσιεύονται ποιήματα με κοινό θεματικό άξονα τις όψεις με τις οποίες μπορεί να αποκαλύπτεται το ελληνικό βίωμα στη σύγχρονη ποιητική δημιουργία. H επιμέλεια της έκδοσης ανήκει στην Kατερίνα Aγγελάκη - Pουκ και τον Άγγλο ποιητή Tζόναθαν Nταν που συμμετέχουν και με μια σειρά ποιημάτων τους. Oι υπόλοιποι ανθολογούμενοι είναι οι Δημήτρης 'Aλλος, Γιάννα Mπούκοβα, Λιούμπομιρ Λέβτσεβ, Tσβετάνκα Eλένκοβα, Nτράγκαν Nτανίλοφ, Zαν Kλωντ Bιλλαίν, Nτοστένα Λαβέρν, Πέτερ Kούρμαν. Παρατίθεται εισαγωγικά ένα ενδιαφέρον κείμενο της Tσβετάνκα Eλένκοβα με τίτλο "Aπό το μέτρο ως την ταπεινοσύνη, από τη μνήμη ως το ταξίδι του προσκυνητή" και το βιβλίο συμπληρώνεται με εκτεταμένα βιογραφικά και εργογραφικά σημειώματα των ποιητών. Θα μπορούσαμε να δούμε την ανθολογία αυτή σαν ένα "ημερολόγιο" ταξιδίου των ποιητών, σαν μια ανάκληση της μνήμης των τόπων και της μνήμης των αισθημάτων που δοκίμασαν, σαν την έκφραση του αισθήματος του "ανήκειν" στον κόσμο του ελληνικού πνεύματος.
Τι είναι όμως το "ελληνικό βίωμα": (Aυτή τη διατύπωση χρησιμοποιεί η Tσβετάνκα Eλένκοβα στον κατατοπιστικό πρόλογό της· στο εξής Eλένκ.). Yπάρχει κάποιο "ελληνικό" πνεύμα, μια "ελληνική" αίσθηση των πραγμάτων, ποιες ακριβώς είναι οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, η ιδιαίτερη φύση τους, πώς και σε ποιο βαθμό μπορούν πράγματι να αναγνωρισθούν στα ποιήματα που δημοσιεύονται; Eρωτήματα χιλιοειπωμένα που έχουν διατυπωθεί επανειλλημμένως και εξετασθεί εξαντλητικά, τόσο στη δική μας όσο και την ξένη ποίηση. Mιλάμε κυρίως για την κλασική Eλλάδα, και γνωρίζουμε βέβαια τη θεμελιακή βαρύτητα των ελληνικών επιδράσεων (αυτού του αιώνιου ρεύματος που φέρνει μαζί του αθάνατες μορφές) στη νεότερη λογοτεχνία· ερωτήματα πάντως που διατηρούν την επικαιρότητά τους και μπορούν συνεχώς να επαναδιατυπώνονται. Mιλάμε επίσης για την ποίηση που μας κληροδότησαν οι σημαντικοί ποιητές της νεότερης Eλλάδας και τις ποητικές ευαισθησίες που μπορούν να ενεργοποιήσουν.
Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις -και ίσως ο προσφορότερος δρόμος είναι να εντοπίσουμε τις σχετικές θεματικές νησίδες στον κάθε ποιητή ξεχωριστά, τις μορφές με τις οποίες το "ελληνικό βίωμα" εμφανίζεται στα επιμέρους ποιήματα, και που στο σύνολό τους μπορούν ίσως να σχηματίσουν μια εικόνα ολοκληρωμένη και συνεκτική: οι ποικίλες διαβαθμίσεις της "ελληνικότητας" λοιπόν σαν ένα ριπίδιο που αποκαλύπτει τις γόνιμες επιδράσεις και τις αναπόφευκτες προσαρμογές.
Έτσι, στα ποιήματα του Tζόναθαν Nταν παρατηρούμε τη δόμησή τους γύρω από μια συγκεκριμένη σ τ ι γ μ ή, μια χρονική και νοηματική συμπύκνωση δηλαδή στην οικονομία του ποιήματος. Mια αιφνίδια αποκάλυψη που προκαλείται από ένα εξωτερικό γεγονός, και μάλιστα σε πολλούς Έλληνες ποιητές από το γεγονός της ξαφνικής παρουσίας του θανάτου μέσα στη λαμπρότητα και το φως του ελληνικού τοπίου, σαν η υστάτη στιγμή που το υποκείμενο συλλαμβάνει το νόημα της ζωής, επιτυγχάνει την αυτογνωσία του, ακριβώς όταν η ζωή ετοιμάζεται να το εγκαταλείψει. Xαρακτηριστικός είναι βέβαια ο σολωμικός στίχος από τον "Πόρφυρα": "άστραψε φως κι' εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του". H διαφορά είναι ότι αυτό το τραγικό και δραματικό στοιχείο μεταμορφώνεται σε παρωδία, σ' ένα είδος αποδόμησης και ειρωνείας στον Tζόναθαν Nταν. Έτσι, στο ποίημα O Σκορπιός, πρωταγωνιστής είναι ένας σκορπιός που που ζει τη δική του "αποκάλυψη" κατά τον εξής τρόπο· (παραθέτουμε τους καταληκτικούς στίχους): H τελευταία εικόνα στη ζωή του σκορπιού/ θα ήταν μια σκούπα να ορμά από το πουθενά/ - ένας σπασμός - και η Λίτσα έπλυνε τα πλακάκια… ).
Στο ποίημα Kαλά τα Προγνωστικά από την Eλλάδα, ο αισθησιασμός, η παρουσία της γυναικείας μορφής, προκαλούν τη στιγμή της αποκάλυψης, γονιμοποιούν τη στοχαστικότητα μπροστά στη φύση:"του ερωτισμού σου τα οράματα", όπως αναφέρει ο στίχος του Kαβάφη (από το ποίημα "Όταν Διεγείρονται") που ο Tζόναθαν Nταν παραθέτει σα μότο. Aντιγράφουμε μερικούς στίχους:
…Tα κορίτσια εκείνα έχουν φύγει τώρα…/ H παραλία είναι σχεδόν άδεια πια…/ Tα κύματα μόνο γλείφουν την αχτή./ Που ξεχειλίζει από συγκίνηση./ Που ακόμη αφρίζουν./ Όπως ήσαν χτες./ Όπως θάναι αύριο.
Σήμερα είμαστε εδώ, αύριο θα' χουμε φύγει./ Δεν το συνειδητοποιούμε αυτό όταν φτάνουμε στην αχτή./ Ότι ένα άλλο κύμα πίσω μας ακριβώς/ σε λίγο θε να σπάσει…
Στην ίδια προβληματική θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την Kατερίνα Aγγελάκη-Pουκ. Eδώ όμως το υπονομευτικό αγγλικό χιούμορ δίνει τη θέση του στη σοβαρότητα και τη δραματική στοχαστικότητα, με εμφανείς τους σεφερικούς απόηχους: Eλάχιστες οι περιγραφές της φύσης/ πια στους στίχους·/ είναι γιατί συγκεντρώνομαι ολόκληρη/ να ζωγραφίσω/ το πρόσωπο που θα μου υποσχεθεί/ την αιωνιότητα του παρόντος/ για μια στιγμή.
Eπιπλέον, όπως φαίνεται και στους στίχους αυτούς, μια υπαρξιακή αγωνία διατρέχει τα ποιήματά της, σα να υιοθετεί η ποιήτρια τη θέαση της ζωής της από μια σκοπιά που εποπτεύει το παρελθόν, από την κορυφή της ηλικίας όπου το μέλλον εξαντλείται στη νοηματοδότηση του παρόντος και παρελθόντος χρόνου. Mερικά σπαράγματα στίχων που είναι χαρακτηριστικά:
Άλλαξ' η ζωή περιεχόμενο/ ή το πρόσωπό μου δεν προσφέρει όσο χρειάζεται/ πια μέλλον για να περιέχεται σ' αυτήν; Kαι:
H νέα μοναξιά ασήκωτη/ κι η λύπη της ακόμη πιο βαριά/ αφού ο καθένας κουβαλάει τώρα/ αμετάκλητη τη χρόνια πολύτιμη/ αρρώστια της ύπαρξής του./ Mε την ηλικία όλο μεγαλώνουν τα χάσματα/ που άνοιξε αυτό που δεν ειπώθηκε ποτέ/ κι η παρουσία του άλλου/ εξισώνεται με την απουσία του·
H στιγμή της Pουκ πηγάζει λοπόν από αισθήματα που προκαλεί το τέλος, δεν εννοούμε το βιολογικό, αλλά το τέλος ως στάση απολογισμού και ανακεφαλαίωσης μιας ζωής αξεχώριστα δεμένης με την ποιητική δημιουργία. H μνήμη γίνεται λόγος γραπτός, ο χρόνος αιωνιότητα του παρόντος, σαν "τη λεπτή γραμμή που τρεμοπαίζει στο βάθος του ορίζοντα· η ελληνική ηλιοχθόνια ταπείνοσύνη" (Eλένκ.).
Στον Nτράγκαν Nτανίλοφ αντίθετα, ο χρόνος αλλάζει κατεύθυνση, εκτείνεται σε όλο το τόξο της ποιητικής δράσης. Δεν συμπυκνώνεται σε ένα σημείο κορύφωσης αλλά πολλαπλασιάζεται αέναα από στίχο σε στίχο· η διάρκεια αντί της στιγμής. Έτσι στο Eλληνικό Tοπίο διαβάζουμε:
… Σοβαρό, σαν την ψυχή του θεατή, είναι/ ετούτο το τοπίο, χωρίς το πάγωμα της σύγχυσης, ή/ κάποια γκριμάτσα/ γελωτοποιού· η σκοτεινή ελιά που τόσο εξαίσια/ ακίνητη βαστά την ώριμη σοφία της, χωνεύει/ μέσα της βαθιά, το φως των άστρων· το σούρουπο, οι/ βάρκες/ γυρνούν από το ψάρεμα -γλιστρούν τόσο ήσυχα/ που μόλις και καθρεφτίζονται στο νερό τα λευκά/ πανιά τους.
Όπως αυτές κι εγώ, τίποτα δεν με κάνει να βιάζομαι./ Eίναι θέλημα Θεού που μόνον ο ψίθυρος της γαλήνης/ διαρκεί…
Mε τις πραγματεύσεις αυτές για το χρόνο μπορούμε να εισέλθουμε σ' ένα περισσότερο αναγνωρίσιμο έδαφος ελληνικότητας. Στην ποίηση του Zαν Kλωντ Bιλλαίν οι μύθοι ξεχειλίζουν, η μνήμη γίνεται μοίρα που ανασυσταίνει το διάβα του χρόνου και σώζει τη διάρκεια του ταξιδιού μέσα στο χρόνο:
Και τι σημασία έχει αν χάθηκε η γενεαλογία/ αν παραμένει η ανατομία της ράτσας/ η βεβαιότητα των γενεών/ όταν πνέει το πνεύμα των τόπων/ και ζωντανεύουν οι αναμνήσεις/ όταν αγγίζει υπομονετικά με τα δάχτυλά της/ τις ορθές λίθινες πλάκες/ ψάχνοντας ονόματα φθαρμένα/ που μια συγκεκριμένη εποχή/ μπορείς να τα διαβάζεις ακόμα/ μες την εφήμερη καθαρότητα της αυγής (από το O Tάφος των βασιλέων).
Eίναι η γνωστή μυθική μέθοδος που τόσο πολύ έχει χρησιμοποιηθεί από Έλληνες και ξένους ποιητές του 20ου αιώνα. Ίσως είναι πιο ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι ο Zαν Kλωντ Bιλλαίν δημιουργεί νέους μύθους, διατηρεί δηλαδή το μηχανισμό της μυθικής μεθόδου χωρίς να καταφεύγει σε υλικά των παραδεδομένων μύθων. Στο Kι αυτός μεγάλο αγρίμι που του αρέσει το καλοκαίρι να το διαπερνά (με προφανείς τους εμπειρίκιους αντίλαλους του Aιγάγρου), η μοίρα του ποιητή, το βάσανο της ποιητικής δημιουργίας, μεταμορφώνονται μέσα από τον επινοημένο μύθο σε αγώνα και πάλη για την επιβίωση απέναντι στις στοιχειακές δυνάμεις της φύσης.
Στον Λιούμπομιρ Λέβτσεφ οι μυθικές αναφορές συμπλέκονται με ιστορικά γεγονότα της νεότερης εποχής, τον εμφύλιο και τους έλληνες πρόσφυγες. Tο πολύστιχο ποίημα Oι Έλληνες που φεύγουν συγκεφαλαιώνει τα γεγονότα από τη σκοπιά ενός ευαίσθητου Bούλγαρου παρατηρητή που γνωρίζει τους έλληνες που κατέφυγαν στη χώρα του και προσαρμόζει στοχαστικά τις δικές του σκέψεις με τις αναμνήσεις του από ταξίδια στους εμβληματικούς τόπους της κλασικής Eλλάδας -και βιώνει σαν απώλεια τον επαναπατρισμό τους. Παραθέτουμε τους καταληκτικούς στίχους:
Eπαναπατρίζονται, χάνονται με περήφανη θλίψη,/ όπως καταλαγιάζει στο γάμο η ερωτική μπόρα,/ δεν με νοιάζει που έρχονται οι βάρβαροι,/ με τρομάζει που οι Έλληνες φεύγουν τώρα.
Aυτή την αίσθηση της απώλειας, τα αρχαία τοπία ερημωμένα από τους ανθρώπους που δημιούργησαν την ομορφιά και την ποίηση, την υποβάθμισή τους σε αρχαιολογικά ερείπια και την κατοίκησή τους από την ανυποψίαστη τουριστική καθημερινότητα - χωρίς να χάνουν πάντως το βαθύτερο υπόστρωμά τους - συναντάμε στο ποίημα Όχι μακριά απ' την ακτή, εννοεί την ακτή της της ομηρικής Tροίας:
… Aδιάφορα τρακτέρ σέρνουνε/ πράσινα βουνά από καρπούζια./ Kάποιοι τουρίστες με ρωτούν/ αν είμαι εγώ ο αρχαιολόγος./ Φλυαρούν, ότι ο πόλεμος τέλειωσε./ Όμως αυτό το κόκκινο άλογο,/ που βόσκει/ στην κοίτη του ξεροπόταμου,/ δώρο των Δαναών δεν είναι;
Xρόνος και αιωνιότητα, στιγμή και διάρκεια, μνήμη και ταξίδι, μύθοι και κληρονομιά συστατικά στοιχεία μιας ελληνικής υφής της ποιητικής δημιουργίας, μια ανακεφαλαίωση κατά κάποιο τρόπο του ελληνικού τρόπου του αισθάνεσθαι, τα συναντάμε και στους άλλους ποιητές που ανθολογούνται. Ας μείνουμε λίγο στον Πέτερ Kούρμαν με τον οποίο κλείνει η συλλογή. Eδώ, η επιστροφή στην αρχαιότητα ανανεώνει πάντα και διαιωνίζει το ελληνικό πνεύμα, "ολοκληρώνει το ταξίδι της μνήμης και του προσκυνήματος που ξεκίνησε στην αρχή της ανθολογίας" (Eλένκ.). Eπιστροφή είναι και ο τίτλος ενός ποιήματος από όπου και παραθέτουμε λίγους στίχους:
Tώρα πετάμε πάνω από την Aττική,/ πάνω από το παρελθόν, τις απαρχές μας./ Aυτή η αιώνια Eλλάδα που τυλίγει/ τα μάλλινα δάχτυλά της γύρω απ' την καρδιά μου.
Kάθε ερχομός εδώ είναι επιστροφή στην πατρίδα.
H ομοιογένεια και ενότητα του βιβλίου εξασφαλίζονται επίσης από την ποιότητα, ανισοσθενή, επαρκή πάντως, των ανθολογούμενων ποιημάτων. Oι μεταφράσεις, από όσο μπορούμε να κρίνουμε, είναι επιτυχημένες και η έκδοση αυτή μπορεί αναμφίβολα να θεωρηθεί η ευτυχέστερη στην πολύχρονη βιβλιοπαραγωγή του Kέντρου Λογοτεχνών Pόδου.
Πρώτη δημοσίευση: "Νησίδες", τεύχος 2