Χρήστος Αναγνωστόπουλος, Αργία, εκδόσεις Πλανόδιον, 2010, σ. 48
Αν θεωρήσουμε
ότι ο τίτλος χαράζει ένα ιδιαίτερο αναγνωστικό μονοπάτι, παρέχει μια πολύτιμη
ερμηνευτική πυξίδα και γενικά οργανώνει την αναγνωστική εμπειρία, αυτό
συμβαίνει διότι αρθρώνει το πρωταρχικό αίνιγμα που προσανατολίζει την πρόσληψη
του έργου. Αργία: Λέξη πολύσημη. Για
όσους έχουν την φυσική προδιάθεση να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, αποτελεί
προσήμανση της γιορτινής σχόλης, της ιερής
απραξίας του ελεύθερου χρόνου, της ανάπαυλας από το μόχθο. Το ποτήρι κρασί που
προσφέρεται στον αναγνώστη στην πρώτη σελίδα της συλλογής συγκλίνει με αυτήν
την ερμηνεία. Με αυτήν εξάλλου συντάσσεται και ο ποιητής, όταν δηλώνει την
ηδονή των «ατμήλατων ημερών» της νωχελικής καλοκαιρινής ζωής, στην «αργία της
μέσα τόσο ελκυστική σαν τη σταγόνα της βροχής πάνω στο κλήμα» (Γράμμα από
καλοκαίρι που παρατάθηκε). Παρόλα αυτά, τα σημαινόμενα που συνδέονται με το
σημαίνον της αργίας, διαψεύδουν στην πλειονότητά τους τις αρχικές προθέσεις. Η Αργία του Χρήστου Αναγνωστόπουλου έχει
δύο όψεις. Είναι εξίσου η απραξία της μετέωρης νοσταλγίας που σε καθηλώνει στο
παρελθόν, είναι ο παροπλισμός από τις δυνάμεις της νιότης, η απώλεια της
ψευδαίσθησης του ονείρου, η παραίτηση από την προσδοκία. Είναι ένα ταξίδι με
έντονα εξομολογητικό χαρακτήρα, στις ωραίες στιγμές που κάποτε ζήσαμε, που ίσως
δεν συνειδητοποιήσαμε, που ίσως δεν προλάβαμε να γευτούμε, στις δυνατότητες που
διαψεύστηκαν, στις ελπίδες που ματαιώθηκαν, ή ακόμα σε αυτό που κάποτε ήμασταν
και το αφήσαμε να μαραθεί.
Λέγεται
ότι κάθε αναγνώστης αναπτύσσει μια προσωπική σχέση με κάθε κείμενο, στο πλαίσιο
ενός σύνθετου και πολυπαραγοντικού πλέγματος συνιστωσών, που έχουν να κάνουν
και με τη δεδομένη στιγμή της ανάγνωσης και το πώς αυτή καθορίζει το στίγμα του
στο χρόνο. Κάποιες φορές τυγχάνει τα κείμενα να καθρεφτίζουν τις προσωπικές μας
ανησυχίες ή έστω να τις αφουγκράζονται και μια τέτοια περίπτωση ήταν για μένα η
ποιητική συλλογή του Χρήστου Αναγνωστόπουλου. Με τη διαφορά ότι στην ποίησή
του, η ένταση της βίωσης των συναισθημάτων φιλτράρεται προφανώς και μέσα από
την πρόωρη απώλεια ενός αγαπημένου αδελφού, στη μνήμη του οποίου είναι
αφιερωμένο το πόνημα.
Σε όλη
τη συλλογή αιωρείται και επανέρχεται σταθερά το φάντασμα μιας νιότης ποθητής,
που κάποτε υπήρξε αστείρευτη πηγή χαράς
και τώρα η απουσία της οδηγεί σε οδυνηρές συνειδητοποιήσεις. Τα ποιήματα
διαλέγονται μεταξύ τους και διαμορφώνουν ερμηνευτικά δίκτυα. Στο Από παιδί υπογραμμίζεται το τραύμα της
μετάβασης στην ενηλικιότητα μέσα από την απώλεια της αθωότητας. Με ειρωνεία η
φράση η «πολυτέλεια της ακμής» σαρκάζει και πενθεί ταυτόχρονα για τους «επώνυμους δρόμους του έρωτα» μετά
την πρώτη νιότη, όπου η μαγεία της εξερεύνησης έχει χαθεί οριστικά. Το ίδιο
συναίσθημα αποπνέεται και συμπληρώνει το νόημα του προηγούμενου, στο ποίημα Ανάμνηση έχω μόνο. Εδώ όμως, η νιότη
διέψευσε τις ελπίδες και δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση του έρωτα, προσδιορίζοντας
αναδρομικά τη ζωή σαν μια ανώφελη πορεία χωρίς συγκινήσεις, τις οποίες τώρα πια
δεν δικαιούσαι να διεκδικήσεις. Οι «νύχτες που δεν πλησίασαν τη φωτιά» νοηματοδοτούνται
μέσα από ένα άλλο ποίημα, το Αλλιώς
σημαίνει. Εκεί ο ποιητής αρνείται τις εφήμερες απολαύσεις που στερούνται το
πάθος του έρωτα, ως ανούσιες και ψυχοφθόρες εμπειρίες, διότι χωρίς την τρικυμία
της καρδιάς το ερωτικό βίωμα δεν έχει μεγαλείο. Όμως, «περνούν τα χρόνια δίχως
γυρισμό κι ακόμα λείπει σε ταξίδι μακρινό η αγάπη», ενώ το όνειρο εκφυλίζεται
σε συνήθεια (Περνούν τα χρόνια). Παρόλα
αυτά, ανατρέχοντας στην προστατευμένη παιδική ηλικία, την περίοδο χάριτος της
ζωής, οι αναμνήσεις μαλακώνουν, γίνονται ανάλαφρες και αγαπημένες (Η πέτρα του μεσημεριού). Αναπόφευκτη η
σύγκριση με την Eroica του Κ. Πολίτη: «Τις βραδιές εκείνες τις παιδιάτικες,
αλάφρωνε η ψυχή μας από τις άχνες που την τυραννούν ολημερίς. Τεντωμένη έξω από το κορμί, έξω από
τον ίδιο εαυτό της, νοιώθαμε να προϋπαντάει το σκίρτημα του πιο μεγάλου έργου
μας – του ονείρου» (118). Αλλά όταν ο νέος απομακρυνθεί από τις την «παραθαλάσσια»
ευφορική περίοδο της μητρικής προστασίας, καταδικάζεται στη μάταιη αναζήτηση του
υποκατάστατου της αγάπης της μάνας, με απελπισία (Η κάπα). Το «έφιππο συναίσθημα της νιότης» που καλπάζει ατίθασο και
ανέμελο, δίνει τη θέση του στο φθινόπωρο της ζωής (9 Οκτωβρίου), η οποία στο μεταξύ εποικίζεται από άλλους νέους
ελπιδοφόρους ταξιδευτές, που αγνοούν την υπόγεια αντίρροπη δυναμική της
μοναξιάς και της θλίψης που καιροφυλακτεί (Στο
μεταξύ). Εξίσου, σαν απόκληρο κι εξόριστο από τη θάλασσα της αλλοτινής
χαράς, το ποιητικό υποκείμενο θρηνεί (Εσπέρα),
καθώς ταξιδεύει αλυσοδεμένο και καταδικασμένο σε μια ανέλπιδη και οδυνηρή
περιπλάνηση (Ακρόπρωρο). Κάπου στα
μισά του ταξιδιού, όταν έχουν πάψει πια να αντηχούν «της Κυριακής οι επάργυροι
ουρανοί» αλλά και πριν ακόμα πέσει η νύχτα, με το «ρολόι στη δύση της ημέρας»,
αναρωτιέται ποιος άραγε ήταν. Σε άλλη στιγμή, αυτό που υπήρξε, αντιπαρατίθεται
με αυτό που είναι σήμερα και η πολύτιμη ανάμνηση γίνεται μέτρο σύγκρισης που
φέρνει οργή (Ό,τι έγινε νωρίς). Κοιτάζει
το «κρουαζιερόπλοιο» να σαλπάρει, σημαίνοντας το τέλος της δικής του
περιπέτειας, με το χειμώνα να παραφυλά (Σαλπάρησε),
καθώς η φθινοπωρινή βροχή δεν ποτίζει πια τη γη ευεργετικά, γιατί αυτή έχει από
καιρό μείνει στείρα (Βροχή). Καβαφικά
τείχη μιας αδιαπέραστης υπαρξιακής μοναξιάς, μιας προσπάθειας για επικοινωνία
που δεν καρποφόρησε, απομονώνουν και εθίζουν σε μια καθημερινότητα που απορροφά
κάθε ικμάδα και πίστη στη ζωή. Σιωπή και παραίτηση τον κυριεύει καθώς η νιότη που
χάθηκε, πήρε μαζί της την ελπίδα και κάθε απόπειρα επιστράτευσης των πάλαι ποτέ
δυνάμεών της οδηγεί στην ταπείνωση (Τα τείχη).
Επανερχόμενοι
επίμονα συμβολισμοί, όπως το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η βροχή και το σκοτάδι αντηχούν μετωνυμικά τη θλίψη και την απόγνωση της επίγνωσης της οριστικής
απώλειας της νιότης.
Το
«παραθαλάσσιο κορμί» που παραπέμπει στην ευφρόσυνη και ηλιόλουστη αγκαλιά της μητέρας,
το «καλλίγραφο κύμα», η «ελαφροντυμένη νιότη», το «έφιππο συναίσθημα» του έρωτα
κι ο «φιλόπτωχος κάμπος» συνθέτουν μια ουτοπία, της οποίας αντιστικτικό ανάλογο
είναι η δυστοπία της «ξενόγλωσσης ζωής», των «βαριών παραθύρων του πόθου», των
«σκιερών μεριδίων λύπης» και της «φθινοπωρινής πρεμιέρας». Δύο κόσμοι που
συγκρούονται στη βάση της θεμελιώδους αντίθεσης, νιότης- γηρατειών.
Μετά τη
νιότη, έπεται αναπόδραστα η επιβεβλημένη αργία των γηρατειών, που δεν έχουν
άλλη προσδοκία, παρά να βαδίσουν όσο γίνεται πιο ατάραχα την πεπατημένη των
συμβάσεων, χωρίς ανατροπές (Ψωμί που δεν
το ξέρω).
Το ίδιο
μοτίβο υπηρετεί και ενισχύει το ποίημα «Τέλος
εποχής». Με την αμείλικτη βεβαιότητα της σταθερότητας της επανάληψης και
του αναπότρεπτου του τέλους καθετί ωραίου, ο αποχαιρετισμός στο καλοκαίρι, στο
θάμβος της χρωματικής του πανδαισίας και στις απειράριθμες μικροχαρές του,
καθώς οι άνεμοι μαζεύουν βιαστικά το τραπέζι του δείπνου των υδάτινων
αναμνήσεων, συνηχεί στον ίδιο τόνο με το συνεχώς αναπαραγόμενο λυπητερό
τραγούδι της φθοράς της νιότης. Οι άνθρωποι γύρω μας ρίχνουν βιαστικά το βλέμμα
στις πληγές μας από κεκτημένη ταχύτητα και προσπερνούν, ψυχροί και αδιάφοροι,
γυρίζοντας στη μόνωση του εγώ τους. Με το τέλος του καλοκαιριού, η ζωή γίνεται
ένα παράλογο οξύμωρο, μια «περίληψη των
άστρων», μια επιτομή του άπειρου, με το αδύνατο του σχήματος να στάζει
αυτοοικτιρμό.
Σε τι
στοιχειοθετείται όμως η έννοια της νεότητας; «Μην είναι αυτό που κάποτε, τότε
που είμαστε πολύ μικροί, μας κοίμιζε νανουριστά μετά την κούραση από τα
παιχνίδια, ή μήπως έχει σχέση μ’ εκείνο το αόριστο - σαν καταχνιά, σαν έμβρυο
του πόθου, κάτι λησμονημένο και μελλοντικό – που μας ανάγκαζε τα βραδινά, τώρα
που μεγαλώναμε στο μούχρωμα της μέρας, να κατεβούμε όσο πάει πιο βαθιά μέσα
στον εαυτό μας για να ξαναβρούμε αναπνοή. Σαν εγερτήριο άλλες ώρες…» (Ερόικα,
180). Νεότητα στην «Αργία» είναι το θάλπος της καθησυχαστικής αγκαλιάς του
φίλου που δεν υπάρχει πια, της εξασφαλισμένης κατανόησης, της παρηγοριάς της προβλεπόμενης
συγχώρεσης (Παλιά μου φίλη). Είναι η
χαρμόσυνη προσδοκία του έρωτα, η υπόσχεση της αγάπης που θα φανεί (Μέρες), ή ακόμα η γοητευτική γεύση του
έρωτα που ζεσταίνει και ταυτόχρονα φοβίζει, ενώ σε κάνει να νιώθεις σα μικρός θεός
που ατενίζει το επέκεινα (Παλιά η αγάπη).
Και
μέσα σε όλη αυτήν την τεθλασμένη περιδιάβαση στα μονοπάτια της ζωής, κάποιες
στιγμές ο χρόνος σταματά, γίνεται εκείνος ο απροσδιόριστος του παραμυθιού και
όλα ξαφνικά είναι απλά, ωραία. Ο καιρός αίθριος, η ζωή ευχάριστη και το κορίτσι
νόστιμο στο «αστικό πρωινό», για να
μας προσφέρει αναπαμό από τα αγωνιώδη αισθήματα που βάραιναν ως τώρα την
ποιητική ατμόσφαιρα. Το ίδιο και τα «ελληνικά
χαλάσματα» στη γραμμή του πνευματικού εθνισμού της γενιάς του 30,
προτείνουν μια εκδοχή του ελληνικού τοπίου, όπου η φύση, το κλίμα, η θρησκεία
και η ιστορία συνθέτουν τη διαχρονική συνισταμένη της Ελλάδας. Τα αρχαία
χαλάσματα του Αναγνωστόπουλου, όπως άλλοτε του Σεφέρη, αποτελούν οργανικό και
ζωντανό κομμάτι του σήμερα.
Διαβάζοντας
ρεμβαστικά την Αργία, χάρισα στον
εαυτό μου ώρες πολύτιμης εγρήγορσης και καταπραϋντικής ενδοσκόπησης. Πιστεύω
ότι κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει μέσα από το δικό του ερμηνευτικό δρόμο, μια σκιά
να ξαποστάσει τις σκέψεις του, γιατί το βαθύ ανθρώπινο ερωτηματικό του ποιητή
μας αφορά όλους μας.
Ευαγγελία Μουλά
Γιώργος Χαβουτσάς, Σημείο Πετρούπολης, Πλανόδιον 2011, σελ. 54
Η ποιητική συλλογή Σημείο Πετρούπολης (Πλανόδιον 2011) αποτελεί πόνημα του
ελληνοαρμενικής καταγωγής Γιώργου Χαβουτσά. Τα ποιήματα της συλλογής αποτελούν,
κατά το σχήμα συνεκδοχής του τίτλου, εξωτερική εκδήλωση, έκφραση της Πετρούπολης
και διακρίνονται σε δύο μέρη: «Η Πετρούπολη τον χειμώνα» και «Η Πετρούπολη το
θέρος». Στην αρχή του βιβλίου προτάσσεται το ποίημα «Προλογικό» ενώ το
τελευταίο ποίημα έχει τον τίτλο «Επιλογικό».
Οι ομορφιές της Πετρούπολης
εικονοποιούνται εύγλωττα σε κάθε στίχο των ποιημάτων είτε πρόκειται για φυσικές
ομορφιές (ο ποταμός Νέβα απαντά πολλές φορές στα ποιήματα) είτε για γνωστά
αξιοθέατα και εκκλησίες της ρωσικής πόλης. Παραθέτω ενδεικτικά παραδείγματα:
Σαλεύουν οἱ σκέψεις μὲ τὸ πρῶτο
ἀεράκι,
ὅπως ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης
στὴ Γέφυρα τοῦ Ἀνακτόρου. Ἐπικρατεῖ ὁ
ποταμός.
Στὴ ράχη του προβάλλει τὸ πλοιάριο
«Φσιγκντὰ Γκα-
τόφ»
σὰν στίχος δυσερμήνευτος. […] (σ. 35)
*
[…]
Ἦταν ὁ Νέβας ποὺ σκαρφίστηκε
τὸν
ἀναποδογυρισμὸ τοῦ ἥλιου,
τὴ μερική του ἀποκατάσταση
στὰ λάμδα τῆς λαλιᾶς μου.
[…] (σ. 48)
*
[…]
ποῦ εἶσαι τώρα νὰ δεῖς
τί βλέπει
ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου
στῆς Ταυρίδας τοὺς Κήπους
στὸν Ναὸ τοῦ Καζάν
ἕνα βλέμμα διάχρυσο
θάλλει κι ἁπλώνεται.
[…] (σ. 40-41)
Ο Χαβουτσάς όμως δεν περιορίζεται απλώς
σε μια ρεαλιστική περιγραφή του τόπου αλλά αποτυπώνει και τον πολιτισμό της
Ρωσίας. Στα ποιήματα εκφράζεται η σημασία που έχει η Πετρούπολη, η ρωσική
γλώσσα και η ρωσική λογοτεχνική παράδοση στην διαμόρφωση του ποιητικού
υποκειμένου:
[…]
Τὰ μαυροπούλια στὸ κλαβιὲ
τοῦ χιονιοῦ, σονάτα
μόνο γιὰ τὰ μαῦρα πλῆκτρα,
ἐξαλείφουν τοὺς ἤχους
τῆς γλώσσας μου, ὅσα μου δόθηκαν
ἑλληνικὰ
ἄρχισαν ἤδη καὶ ρωσίζουν.
[…] (σ. 22)
Έτσι το στοιχείο της ταξιδιωτικής
λογοτεχνίας στη συλλογή εμπλουτίζεται με πλήθος αυτοβιογραφικών αναφορών. Η
περιγραφή της πόλης και τα εξωτερικά συμβάντα δίνονται μέσα από την
υποκειμενική οπτική του γράφοντος και πάντα σε συνάφεια με την προσωπική του
περιπέτεια. Διαβάζοντας κανείς τα ποιήματα έχει την αίσθηση πως παρακολουθεί την
ζωή του ποιητικού υποκειμένου και τις αναζητήσεις του που σχετίζονται τόσο με
την βιολογική πατρίδα του όσο και, κυρίως, με την πνευματική πατρίδα του,
δηλαδή την Πετρούπολη και τον πολιτισμό της. Ως εκ τούτου στα ποιήματα
κυριαρχεί ο προσωπικός και εξομολογητικός τόνος και χρησιμοποιείται κατά βάση
το πρώτο πρόσωπο, όπως αρμόζει σε μια γραφή προσωπική και σε μια ποίηση
εσωτερικού κόσμου. Το ποίημα «Προλογικό» επιβεβαιώνει την παραπάνω θέση:
Στὴν
Πετρούπολη ξανὰ θ’ ἀνταμωθοῦμε
Λὲς
καὶ θάψαμε σ’ αὐτὴ τὸν ἥλιο.
ΟΣΙΠ ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ
Δὲν ἔτυχε νὰ εἶμαι κάτοικός σου
ἀφανίστηκα ἀλλοῦ
σὲ διαφορετικῶν σελίδων φυλλομέτρημα.
Τὶς μέρες τῆς εὐδίας
ἔβλεπα τὸ πολὺ μέχρι τὴν Αἴγινα
τὰ ψάρια ποὺ μὲ θρέψαν ἦταν ἄλλα
ἄλλα τὰ κωνοφόρα ποὺ μὲ τσίμπησαν
ἄνοιγα τὸ παράθυρο κι ὁρμούσανε
κρουστὰ τριαντάφυλλα
περισπωμένες
καὶ δασεῖες
ἡ περατότητα τοῦ Ὑμηττοῦ
ἕνα νεφέλιο τῆς πλαγιᾶς του.
Οἱ θάλασσές μου κρύβαν πνεύμονες
οἱ δικές σου μόνο τρούλους παλιοὺς
τοῦ Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης.
Δὲν ἔτυχε νὰ εἶμαι κάτοικός σου
ἀφανίστηκα ἀλλοῦ
σὲ διαφορετικῶν σελίδων φυλλομέτρημα.
Ὅμως μεθόδευσα κρυφίως τὴ συγγένεια
καὶ ἀποφάσισα
μὲ περιέργεια θανάτου
νὰ ἔρθω νὰ σὲ βρῶ. (σ. 11)
Στο ποίημα με τίτλο «Στον Νικολάι
Γκουμιλιώφ» «στοιχειοθετείται», ποιητικώ
τω τρόπω, αυτή η συγγένεια με τη λογοτεχνική παράδοση της Ρωσίας. Μέσα από τους
πενήντα στίχους που αριθμεί το ποίημα
εκφράζεται η πνευματική συνάφεια που συνδέει το ποιητικό υποκείμενο με
τον μεγάλο Ρώσο ποιητή Γκουμιλιώφ. Παραθέτω ενδεικτικά τους δέκα πρώτους
στίχους:
Δὲν τὸ κατάλαβα ἀπ’ τὴν ἀρχὴ
πόσο πολὺ
γιὰ τὰ ἴδια πράγματα λαχταρήσαμε
ὥσπου εἶδα τὸ ποίημά σου
«Περσικὴ μινιατούρα»
καὶ τιρκουὰζ περιφορὲς οὐρανῶν
φώτισαν τὸ σκοτάδι μου, στρουφιχτὰ
συννεφάκια, διασκέδασαν τὴ σκέψη μου,
καλόπιασαν
τὴν προετοιμασία τῆς ὕλης
ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
[…] (σ. 25)
Εκτός από τον Νικολάι Γκουμιλιώφ στο Σημείο Πετρούπολης ο αναγνώστης
«συναντά» όλα τα μεγάλα ονόματα από την ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας: Βλαντιμίρ Σολοβιόφ, Αλεξάντρ Μπλόκ, Όλγα
Σεντάκοβα, Μαρίνα Τσβιετάγεβα, Άννα Αχμάτοβα, Βσιεβόλους Ροζντιεσβένσκι. Ο
διάλογος αυτός του Χαβουτσά με τους βασικούς εκπροσώπους της ρωσικής
γραμματολογίας επιτυγχάνεται κυρίως με την παρουσία μότο στην αρχή των
ποιημάτων και μαρτυρά μια εμφανή προτίμηση στους ακμεϊστές ποιητές.[1]
Τα μότο σχετίζονται πάντα με το περιεχόμενο των ποιημάτων που συνοδεύουν.
Η εμφατική παρουσία διακειμενικών
αναφορών συνιστά ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της συλλογής. Το στοιχείο όμως
αυτό της έντονης διακειμενικότητας δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως μια τάση
επίδειξης της ευρυμάθειας του γράφοντος. Οι αναφορές και τα παραθέματα από το
έργο ρώσων λογοτεχνών, που συνυφαίνονται αρμονικά με το πρωτότυπο ποιητικό
υλικό του Χαβουτσά, αφενός απορρέουν κατά τρόπο φυσικό και ανεπιτήδευτο από τη
μακρόχρονη ενασχόληση του ποιητή με τη ρωσική γλώσσα και τη λογοτεχνία αφετέρου
σχετίζονται με τον βασικό θεματικό πυρήνα της συλλογής, δηλαδή την Ρωσία και
τον πολιτισμό της.
Θα πρέπει επίσης να αποσαφηνιστεί πως το
στοιχείο της ταξιδιωτικής γραφής στο Σημείο
Πετρούπολης καθίσταται το πλαίσιο για να εκφραστεί πλήρης και ακέραιη η
πνευματική, συναισθηματική και ψυχική υπόσταση του ποιητικού υποκειμένου:
[…]
Ἀπὸ τὰ πλοῖα ποὺ θὰ περάσουν
δὲν ἔχω, μάνα, χρεία κανενός,
κανένα τους δὲν θὰ μὲ φέρει σὲ σένα,
ἀφοῦ στέκεσαι πλάι μου
τὸ χέρι μου κρατᾶς
τὴ λύπη μου λειαίνεις
μαζὶ τώρα ποὺ ἁρμόζουμε
τὸ ἐκμαγεῖο τῆς Πετρούπολης
στὸ πρόσωπο τῶν ἄστρων. (σ. 42)
*
Ἀσυμμάζευτες οἱ Ἀσίες μέσα μου.
Μιὰ πορφυρὴ σταγόνα αἵματος
ἀναμιγνύεται τώρα μὲ τὸ χιόνι
ἀπόμακρο ἀκούγεται
τὸ τρίξιμο τοῦ καρπουζιοῦ
οἱ ἀντιφάσεις ὅλες αἴρονται οἱ
διαφορὲς
εἶμαι ’δω ἐκτιμῶ τὴν ἀνάσα μου
μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ
δὲν μποροῦσα νὰ ζήσω.
Θυμᾶμαι μόνος τότε ποὺ γύρναγα
τῆς Ἀσίας τὸν πύραυνο,
φθαρτὸς
καὶ μολαταῦτα φιλοσώματος
ἀντιμετωπίζοντας μὲ σκιάδια τὴ φλόγα
τοῦ ἥλιου, ἕνα φῶς πεντάλευκο,
λιχνισμένο
ἀπ’τὶς κηλῖδες του ὅλες, ἦταν ἡ σιωπή
μου
ποῦ στάλιαζε, στὶς ὧρες τοῦ
μεσημεριοῦ, ἦταν
ἡ μοναξιά μου ποὺ ὕφαινε
φορέματα τῶν γυναικὼν πολύχρωμα.
Ὅμως ἐδῶ ὁ ἥλιος δὲν πληρώνει
τὸ ἁλωνάκι τοῦ μεσημεριοῦ
ἐδῶ οἱ πορφυρὲς σταγόνες αἵματος
ἀναμιγνύονται τώρα μὲ τὸ χιόνι.
Ἀσυμμάζευτες οἱ Ἀσίες μέσα μου. (σ.
15-16)
*
[…]
Τὸ γνωρίζω τώρα καλά, ἡ γλῶσσα μου
εἶναι
μέρος τοῦ μέρους ἐκδοχῆς
ἀπ’ τὰ ὑπερελληνικὰ τῶν λουλουδιῶν,
ψῖχα κατάληξης σκληρῆς
ἀπ’ τὰ πανρωσικὰ τῶν πεύκων. (σ. 49)
Ο Χαβουτσάς ακολουθώντας και σε επίπεδο
ποιητικής γραφής την παράδοση των ρώσων ακμεϊστών θεωρώ πως καταφέρνει στα
ποιήματά του να συγκεράσει επιτυχώς: α) τη ρεαλιστική γραφή, όταν περιγράφει
την πόλη που λατρεύει και β) τη γραφή του συμβολισμού, καθώς αποδίδει την
εικόνα της Πετρούπολης μέσα από μια υποκειμενική οπτική. Η Πετρούπολη
καθίσταται έτσι μια πόλη - σύμβολο που εκφράζει τη ζωή, τα αδιέξοδα, τα πάθη
και τις επιθυμίες του ποιητικού υποκειμένου. Στην περίπτωση αυτή η πόλη είναι
σύμφωνα με τον ποιητή: «η κατά νου Πετρούπολη»:
[…]
Ἔφερα ὥς ἐδῶ τὴν ἐγνωσμένη λύπη μου
μαζὶ μὲ μία περιέργεια θανάτου, ἦρθα
μὲ τὰ ἐλάχιστα ποὺ εἶχα
μιὰ σκευὴ ὑπερέλαφρη
λευκὰ φελόνια πουλιῶν
ἄδολα σχήματα πταισμάτων.
Ἔφτασα μὲ τὴ λιγοσύνη
ἑνὸς σώματος ἰσχνοῦ
βασανισμένου σὰν ἀπὸ μακρόχρονη
ἀσθένεια
μὲ ἀφαιρεμένες ἀπὸ μέσα του
ὅλες τὶς δυνατότητες ζωῆς. Θέλησα
νὰ κοιτάξω ἄπληστα
ὅπως πάνω ἀπὸ ἄνοιγμα
τάφου, εἶχα τὴν ἔγνοια
νὰ δῶ
ἐκτὸς ἀπ’ τοὺς πυλῶνες καὶ τὰ τείχη
αὐτὸ ποὺ κάποιοι θὰ ὀνόμαζαν
τὴν κατὰ νοῦ Πετρούπολη. (σ. 17-18)
Συνεπώς το ποιητικό ταξίδι στην
Πετρούπολη με τις φυσικές ομορφιές και τον πολιτισμό της οδηγεί εν τέλει στην
αυτογνωσία:
«Επιλογικό»
Ξανὰ
ἀδάπανος τοῦ ἴδιου
τοπίου,
μοιάζει μὲ τὴν ἐπιστροφὴ
πάνω
στὰ πέταλα τοῦ ἥλιου
τῆς
ψυχῆς μου ἡ συντριβή.
Ἀσπάστηκα
τοῦ Νέβα τὴν οὐσία
μὰ
νὰ ποὺ βλέπω πάλι τὸ πεδίο ἀττικό,
τὶς
λέξεις μου ποὺ ἄνθισαν Ρωσία
θὰ
μοῦ τὶς κορφολογάει τώρα ὁ Ὑμηττός. (σ. 50)
Η
αίσθηση πικρίας και ματαιότητας που εκφράζουν οι παραπάνω στίχοι είναι εμφανής:
το ταξίδι πραγματικό ή φανταστικό / ποιητικό, προφανώς, … επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν…
Όλγα Κομιζόγλου
[1] «Οι ακμεϊστές ποιητές
θέλουν να συνδυάσουν ρεαλισμό και συμβολισμό, να ’ναι αντικειμενικοί και συνάμα
προσωπικοί», «Ο ακμεϊσμός φιλοδοξεί να ’ναι παιδί του νηφάλιου ρεαλισμού και
της ευαίσθητης συμβολικής ποίησης, Βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, χ.χ.
σ. 287.