Του Φραγκίσκου Καλαβάση
Το Πέρασμα, ο Πάνος Δρακόπουλος πρέπει
να το έγραψε με μολύβι και με γόμα. Ναι, και με γόμα. Αυτή είναι η αναγνωστική
μου εντύπωση. Φαίνεται πως όταν γράφει, σβήνει και μετά ξαναγράφει και ίσως
ξανασβήνει, σε μια συνεχή και επίπονη αλληλεπίδραση με την γραφή του.
Ετοίμασα απόψε να σας διαβάσω ένα
κείμενο που αναζητά το αποτύπωμα αυτής της αλληλεπίδρασης του αγαπητού μας
Πάνου Δρακόπουλου με τη γραφή του στο Πέρασμα- Ποίημα σε 7 κινήσεις.
Είναι μια γραφή που αναγγέλλει το
σβήσιμό της, όπως η ζωή που αναμένει τον θάνατο, ο οποίος περιμένει τη ζωή. Μέσα
σε αυτό το συνεχές πέρασμα αναδύεται το νόημα της ζωής και η μορφή της ζωής του
κάθε όντος και του εκάστοτε περιβάλλ-οντος. Το νόημα δεν χάνεται, αφού πάντα
επιστρέφει –πολύμορφο και αόρατο- επειδή είναι αποτυπωμένο μέσα σε μια ζωντανή
κίνηση, μέσα στη συνείδηση του περάσματος.
Το ποίημα είναι μια ζωντανή
γραφή, που αναγγέλλει, αναμένει να σβηστεί, ή να σφαγιαστεί πριν την ώρα του,
όπως τα βρέφη της Ηρώδειας γενιάς, και επιστρέφει με την απαγγελία του. H σφαγή είναι αναμενόμενη, αυτό είναι το νόημα, μας λέει ο
ποιητής από την αρχή στη σελίδα 10
«…τα βρέφη
εκείνης της Ηρώδειας γενιάς
- ως γεγονός από καιρό
αναμενόμενο
στη γραφή των προφητών
και των πρωθύστερων λογίων-,
έχασαν στο γυρολόι μιας μόλις
ημέρας
το κεφάλι,
τη φαμελιά
και την μελλούμενή τους ζήση,
και κέρδισαν
εκείνα τα φτερά
που περνούν οι ζωγράφοι και οι
ποιητές
αθόρυβα, θαρρείς σχεδόν ερωτικά,
στους
αγγέλους»
Το κείμενό μου, αγαπητές και
αγαπητοί φίλοι, γράφτηκε αναμένοντας τη δική σας παρουσία. Μια αναμενόμενη παρουσία. Επομένως εσείς, τρόπον
τινά προϋπήρξατε του δικού μου κειμένου, το οποίο διαδέχθηκε φυσικά την
κυκλοφορία του Περάσματος, αλλά προϋπήρξε της αποψινής μας συνάντησης, στην
οποία προσήλθατε για να γνωρίστε από κοντά το ποίημα και τον ποιητή, δηλαδή την
αφορμή όλου αυτού που συμβαίνει εδώ απόψε. Βρισκόμαστε κατά συνέπεια, εσείς, ο
ποιητής, το κείμενο που διαβάζω και το ποίημα, σε μια ασύγχρονη κατάσταση.
Όπως περίπου συμβαίνει όταν
λαμβάνουμε μιαν επιστολή, που κάποιος την είχε συντάξει πριν από καιρό. Ο
παραλήπτης, ή η παραλήπτρια ασφαλώς προϋπάρχουν της συγγραφής. Ίσως να αποτελούν
και την αιτία ή την αφορμή της. Όταν παραλαμβάνουν όμως το γράμμα, είναι πολύ
αργά για τον συντάκτη. Τώρα πια μιλάει το κείμενο. Αλλά μιλάει περισσότερο με
τη φωνή του παραλήπτη ή της παραλήπτριας, την ώρα που το διαβάζει, παρά με τη
φωνή του συγγραφέα.
Διαβάζοντας ή απαγγέλλοντας,
διασχίζουμε μια αδιαχώριστη κατάσταση, ανάμεσα σε προθέσεις και γραφές,
αναγνώσεις και φωνές, η οποία παίρνει την
μορφή της από αυτήν ακριβώς την αδυνατότητα να διαχωριστεί.
Παρόμοια αδιαχώριστες είναι, στη
δική μου ανάγνωση, οι Κινήσεις του ποιήματος στο Πέρασμα. Εφτά, τις αρίθμησε ο
Πάνος. Εφτά κινήσεις φαίνεται να διακρίνει ο ποιητής, ενώ στα μάτια μου, ως αναγνώστη
και παρουσιαστή, η κατάσταση εμφανίζεται ενιαία και αδιαχώριστη: μάλλον θα
αποτύχω στην αποψινή παρουσίαση.
Ενιαία και αδιαχώριστη λοιπόν, ασύγχρονη
αλλά συμπαγής, εύπλαστη και ταυτόχρονα αναλλοίωτη εμφανίζεται η ανθρώπινη
συνθήκη στην ανάγνωση του Περάσματος, στην μορφή δηλαδή που δίνει ο αναγνώστης στα
λόγια και στις εναλλασσόμενες εικόνες του ποιήματος.
«Όλα τούτα», προβλέπει ή και
εύχεται ίσως ο ποιητής στην ΑΙΩΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ, στην 7η κίνησή του,
«Όλα τούτα
θα σκορπίσουν
σαν μελάνι ενός μικρού δοχείου
στην απέραντη σελίδα
της θαλάσσης
κι ας
μοιραστεί
τούτη η
σελίδα,
κι ας
διαβαστεί ξανά και ξανά
στο ημίφως
ενός υπόγειου κελιού
ή στην
παραζάλη κάποιου λαμπερού ανακτόρου»
Σκορπισμένη λοιπόν,
κονιορτοποιημένη αλλά αδιαχώριστη και συμπαγής, εύπλαστη και ταυτόχρονα
αναλλοίωτη η ανθρώπινη συνθήκη, πανταχού παρούσα, θυμίζει την θεία τριάδα, την
άχρονη. Την ομοούσιο και αδιαίρετη τριάδα.
Μα τότε, μήπως εκεί είναι και το
μυστικό της αρίθμησης του ποιητή; Επτά κινήσεις, ένα πέρασμα... . Γιατί 7; Μα το 7 είναι αδιαίρετο !
Ανάπαυση. Η ελπίδα επανήλθε για
την αποψινή μου παρουσίαση.
Αγαπητές και αγαπητοί φίλοι, το
Πέρασμα του Πάνου Δρακόπουλου χάραξε το μονοπάτι, ή το δημιούργησε, ή αν
προτιμάτε, έχτισε τη γέφυρα πάνω στην οποία πήρε μορφή η πρόθεση αυτού του
κειμένου που σας διαβάζω.
Το κείμενο είναι οι λέξεις που
κρέμονται σε αυτή τη γέφυρα, όπως οι στεναγμοί στην ομώνυμη γέφυρα της Βενετίας
ή όπως τα χιλιάδες μικρά λουκέτα, που κρέμονται στη Γέφυρα των Τεχνών, στο
Παρίσι. Τα κρεμούν, τα τελευταία χρόνια, τα ζευγάρια των ερωτευμένων που την
διασχίζουν. Στο πέρασμά τους αναστενάζουν και γαντζώνουν λουκέτα στο
κιγκλίδωμα. Σύμβολα τα λουκέτα, μιας επιθυμίας που εγγράφεται πάνω στη γέφυρα, σημάδια
επικοινωνίας με τις ερχόμενες και τις παλιότερες γενιές.
Αναστενάζουν οι περαστικοί,
επειδή ίσως διαισθάνονται την ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ ΣΦΑΓΗ, την πρώτη κίνηση του
Περάσματος.
Γαντζώνονται οι άνθρωποι στα
σύμβολα, αφήνουν σημάδια, καθώς κινούνται πέρα δώθε και χαράζουν τα περάσματα
στη ζωή μας, χαράζουν σημάδια στα δέντρα του μονοπατιού κι ελπίζουν σε μιαν
ΑΙΩΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ των μηνυμάτων τους, όπως στην έβδομη κίνηση του Δρακόπουλου.
σελ. 23
«Θα κρατήσει
άραγε τούτη η σελίδα
κάτι απ’την αλήθεια του πρώτου
μελανιού
ή μόνον
την ελάχιστη σιωπηρή βαφή του;»
Με τις λέξεις οι άνθρωποι πλάθουν
τον κόσμο τους και τις σχέσεις τους, συμφιλιώνονται, γράφουν συμφωνίες,
διαπραγματεύονται τον κόπο τους και τις επιθυμίες τους, υπογράφουν. Μας περνούν
από μια κατάσταση σε μια άλλη χωρίς να το περιμένουμε.
«Το ΄χουν αυτό οι λέξεις.
Ακόμη κι όταν πενθούν,
Χορεύουν!»
Μας το είχε πεί ο Πάνος
Δρακόπουλος πριν λίγα χρόνια, το 2012 στη σελίδα 24 της τρίτης ποιητικής του
συλλογής 49+1 Βότσαλα. Εκεί που δεν τα ήθελε 50 τα βότσαλα, αλλά 49 + 1.
Μμμ, το προετοίμαζες, αγαπητέ μας
ποιητή από καιρό το πέρασμα στο Πέρασμα με τις 7 κινήσεις. Αφού, το 49 είναι 7
φορές το 7. Αδιαίρετες φορές το αδιαίρετο. Οι αιώνες των αιώνων. Συν ένα, θα
προσθέσει, για να δηλώσει πως δεν υπάρχει τέλος.
Τον ενδιαφέρει τον ποιητή ο
αριθμός, αλλά πιο πολύ τον ενδιαφέρει η πράξη που τον δημιουργεί, ή η πράξη που
περικλείεται μέσα του.
Το είχε δηλώσει και το 2010, στη
σελίδα 74, μέσα στο ποίημα Η ΚΛΟΠΗ της συλλογής του ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ. Έγραφε
τότε:
«Ένα κι ένα κάνουν δυο.
Κι αυτό δεν σου είναι άγνωστο.
Τώρα ποιο «ένα» παρέα με ποιο
άλλο «ένα»
γεννάνε το «δυο»,
αυτά είναι φιλολογικούρες των χασομέρηδων.»
Γράφει και σβήνει ποιητής, για να
φτάσει στο αναλλοίωτο της ανθρώπινης συνθήκης,
εκεί που η σημασία συναντάει το σύμβολο και αποδρά από την αφορμή της.
«Τρέχει το ποτάμι
τρέχει και το ποίημα.
Άιντε να τα πιάσεις …»
σημείωνε ο Δρακόπουλος πριν από 9
χρόνια, στη σελίδα 19 της συλλογής 49+1 Βότσαλα.
Η πράξη τον ενδιαφέρει, δηλαδή
αυτό πέρασμα, όχι από τον ένα αριθμό στον άλλο, αλλά από τους δυο στον έναν,
από τις δυο εικόνες στη μια. Στην μια που περιέχει τις δυο και τον εαυτό της, 2
συν 1.
Σαν το πέρασμα που γίνεται με τον
χορό, αυτόν τον κύκλο που μας περιέχει, μαζί με τις προθέσεις μας και τις
ντροπές μας, μαζί με το ρυθμό και μαζί με το έδαφος που πατάμε ρυθμικά, δηλαδή το
χώμα και τις πέτρες ή μαζί με τα υλικά της γέφυρας, αφού πολύ συχνά οι άνθρωποι
χορεύουν πάνω στις γέφυρες, χορεύουν ακόμη και με τον χάρο . .
«Όπως κι αν κουρδίσεις
της Ιστορίας τη σβουρίτσα
στον ίδιο χορό
-στην αυτή ανεμοζάλη-
μεμιάς θα τιτιβίσει:»
μας προειδοποιεί ο ποιητής της
αποψινής βραδιάς στην πρώτη σελίδα του πρώτου κεφαλαίου με τίτλο Η ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ
ΣΦΑΓΗ. Στη λέξη «τιτιβίσει» βάζει και δυο τελείες, απειλητικές για την
αναμενόμενη σφαγή. Κι αμέσως αρχίζουν τα πλάγια γράμματα, η πλάγια
γραμματοσειρά. Άρχισαν οι υποκλίσεις, από φόβο, ή μήπως από σεβασμό;
Χάρη στις λέξεις και στην
μουσική, γίνεται το πέρασμα στον χρόνο. Ο Δρακόπουλος είναι μουσικός, δένει τις
λέξεις με το άκουσμά τους. Γαντζωμένοι κι εμείς από τις λέξεις και τα σημάδια
που σημαίνουν, φτιάχνουμε το πέρασμα, το αδιαχώριστο ανάμεσα στο σήμερα, στο χθες και στο αύριο. Η γέφυρα
δεν προϋπήρχε, ούτε το μονοπάτι, τα δημιουργούμε μόνοι μας, όπως μεταξύ μας απόψε.
Το Πέρασμα του Πάνου Δρακόπουλου,
για μένα είναι μια συμπαγής συνθήκη, που περιέχει το κείμενο και τον συγγραφέα,
ενώ ταυτόχρονα περιέχεται στην μορφή του, η οποία με τη σειρά της, αλλάζει
ανάλογα με τον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει αναλλοίωτη.
Μια συμπαγής συνθήκη, όπως το
χώμα (αγαπημένη και πολυσήμαντη αναφορά του ποιητή), το χώμα που στη δεύτερη
κίνηση του ποιήματος, στον ΑΜΙΛΗΤΟ ΣΠΟΡΟ,
ήταν
«..ανυπεράσπιστο
στη βλάστηση του πλέον
οφιούχου
ανθού
στην ανύψωση του πλέον
καλοδουλεμένου
οίκου,
…»
Ανυπεράσπιστο το χώμα, ώσπου ο μαθητής,
ο νεαρός κι ελπιδοφόρος αυτός νεοσσός «πέρασε στο χώμα
σχεδόν αδιάγνωστους
πρωτόγνωρους σχηματισμούς
κι εμπνεύσεις»
… και μετά; Ε, μετά, τα έσβησε!
αφήνοντας «…μια για πάντα άλαλο το χώμα».
Αφού όμως προηγουμένως προσπάθησε
να συνομιλήσει με τους γέροντες, που τον ρωτούσαν
«
«Τι σόι πράγμα γράφεις, εδωνά;»
τον ρωτούσαν οι γέροντες,
όπως αν είχαν πλησίον τους
έναν Πέρση Γυμνοσοφιστή
που τους μιλά
για ένα άστρο»
Κατά τη γνώμη μου ο μαθητής του
Περάσματος είναι ο αναγνώστης του Περάσματος.
Με την έννοια αυτή ο Δρακόπουλος κάνει τον αναγνώστη μέτοχο, συμμέτοχο -όχι
όμως συνένοχο, όπως θα ήταν σε μια
μονοσήμαντη σχέση επίγειας εξουσίας-, αλλά συμμέτοχο-δημιουργό, μέσα σε μια
πολυσήμαντη μορφή άυλης σχέσης, σαν εκείνη που έχει ο δάσκαλος όταν είναι τριγυρισμένος
από τους μαθητές του.
Άϋλη σχέση, η οποία όμως ορίζει
δρόμους ζωής και περάσματα πάνω στη θάλασσα, μεταλλάσσεται σε υλική δυνατότητα μέσα
από την πίστη.
«Όστις δύναται να δεχθή τούτο, ας
δεχθή»
θα γραφεί από τον ποιητή στο
τέλος της τρίτης κίνησης του περάσματος, δηλαδή περίπου στη μέση της θαλάσσης,
όπου χρειάζεται πίστη, επειδή το έδαφος ποτέ δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Τίποτα δεν είναι αυτό που
φαίνεται, όλα είναι όμως μέσα σε αυτό που φαίνεται, όπως συμβαίνει με την
προδοσία, στην ΑΔΟΛΗ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ, στο στραβοπάτημα που ο ποιητής τοποθετεί μέσα
στην τέταρτη κίνηση του ποιήματος, του δικού του Περάσματος.
Ποίημα σε 7 κινήσεις, το Πέρασμα του Δρακόπουλου. Μα πώς να
διακρίνουμε τις κινήσεις; Αφού η κάθε
κίνηση περιέχεται στην αφετηρία της, θα
μπορούσαμε να αναγνώσουμε 7 ακινησίες. Όπως στην τρίτη κίνηση που μας
αναγγέλλει την ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ. Γράφει στην τρίτη κίνηση σελ.
14-15
«Ημέρα ή νύχτα ήταν
δεν έχει καμία
μα καμία σημασία.
Πολύ περισσότερο
χειμώνας ή κατακαλόκαιρο
στη Βηθλεέμ
στην Ιεριχώ ή όπου αλλού.
Δε σκαμπάζουν
από τέτοια διλήμματα
τα φαντάσματα
και οι επικυρηγμενοι συγγενείς τους.
Δεν εννούνε στάλα
τόπου ή χρόνου
οι νεκροί
κι όσοι τους ποτίζουν κάθε τόσο
από το σάλιο
ή το άγουρό τους αίμα.»
Επομένως το νόημα είναι το πέρασμα καθαυτό και όχι η
συμβατική αντίληψη κάποιας χρονικής διαδοχής. Το πέρασμα είναι η ζωή, η οποία δημιουργεί
την αίσθηση της κίνησης, επομένως και την ίδια την κίνηση.
Γράφει στην ΑΙΩΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, στην έβδομη κίνηση, σελ
22
«..
-τρέχει σαν παγωμένο δηλητήριο
σε φλέβα ανίδεη
τούτ' η άγρια ώρα-
τί
απ'όλη τη μικρή ή μεγάλη
αγαθή ωστόσο
ναι, αγαθή, απ'άκρη σ'άκρη,
περιπέτειά μας,
τί
θ'απομείνει
όρθιο
ζωντανό
-βρώσιμο και πόσιμο μαζί.
.."
Η ανθρώπινη συνθήκη είναι άχρονη; Ναι, λέει ο ποιητής,
χρόνος είναι το ίδιο το πέρασμα, ένα πέρασμα που συμβαίνει στη δική μας
αντίληψη και στη συγκίνηση, δηλαδή στην σχετική κίνηση του μέσα ως προς το έξω
μας και ταυτόχρονα στην εσωτερίκευση αυτής της σχετικότητας και των
αβεβαιοτήτων της μέσα στο ενιαίο της ζωής μας.
Η σφαγή λοιπόν υπήρχε ήδη στον σπόρο, η προδοσία ήταν
ήδη μέσα στην αφήγηση και στη διδασκαλία!
Κι αν είναι έτσι, όπως διατείνεται κατά τη δική μου ανάγνωση
το Πέρασμα, τότε ο Θεός και η αγάπη, το σώμα και ο άρτος, το αίμα και ο οίνος περιέχονται
το ένα στο άλλο, και δεν συμβολίζουν απλά το ένα το άλλο. Το ίδιο
και ο μαθητής με το δάσκαλο.
Γι’ αυτό ο Δρακόπουλος εναλλάσσει ρόλους, πρόσωπα, σχέσεις
και ύλη.
Λέει ο αφηγητής του ποιήματος, ένα από τα εναλλασσόμενα
κατά τη γνώμη μας πρόσωπα του Περάσματος, στην πέμπτη κίνηση, στο ΣΠΑΘΙ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΑΤΙ, σελ. 20
«..
- Ξένε, Σε κατέχω∙
ναι, Σε κατέχω.
Είσαι αυτός που ολωσδιόλου μ' αγνοεί.
Και είναι αυτό που μας κρατάει αντίκρυ.
Αλάτι, λαλώ εγώ. Σπαθί, αντιλαλείς Εσύ.
Εκείνο που δίνεις -σωστά λες-
Είν' εκείνο που θα πάρεις.
Το αυτό!
Εγώ και εσύ.
Εσύ και εγώ.
....»
και στη σελίδα 21, στην επόμενη κίνηση, στο ΕΝΥΠΝΙΟ, το
πέρασμα εξελίσσεται περικλείοντας το απροσδόκητο της εξέλιξής του σε όλο
του το μεγαλείο:
« " Ο Λάζαρος
απροειδοποίητα
νεκρός!"
...»
Όλα λοιπόν μεταβάλλονται και παλινδρομούν, κι εκεί
βρίσκεται το πέρασμα, η ελαφράδα της ανθρώπινης συνθήκης που πρέπει
όμως να σκάψεις στο περιβάλλον - το οποίο είναι ταυτόχρονα η φύση
της- πολύ για νιώσεις αυτή την
ελαφράδα.
Πρέπει να πιάσεις το χώμα, την πέτρα και τη θάλασσα για να
νιώσεις το πέρασμα που γεφυρώνει τα φαινόμενα και κάνει συνεκτικό και συμπαγή
τον κόσμο.
Συνεκτικό στην παλινδρόμηση και συμπαγή, επειδή μπορεί να
ποιηθεί από τον άνθρωπο.
Από τον καθένα άνθρωπο, που συνειδητοποιεί την μοναξιά του,
μόνο όταν αντιλαμβάνεται την ύπαρξη και των άλλων με τους οποίους συνομιλεί και
μόνο όταν αντιλαμβάνεται την ενότητά του με το περιβάλλον και κατά συνέπεια την
ευθραυστότητά του, στο πρώτο στραβοπάτημα.
Διαβάζουμε στην ΑΔΟΛΗ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ, στη σελίδα 18:
« Από πού όμως να περίμενε -εκείνος-
το στραβοπάτημα;
Από τα πρόσωπα
ή μήπως από τα πράγματα;
Απευθύνθηκε στα πρόσωπα:
"΄Ελα σε μένα, Πέτρο.
Έχε πίστη.
Έχε πίστη
και
διάβαινε
..."»
και συνεχίζει στον κορυφαίο, κατά την ανάγνωσή μου, στίχο
«Κι όμως -επιμένω-
τίνος στραβοπάτημα
ήταν εκείνο
που ξέβρασε τον Πέτρο
ύπτιο και μέχρι το μεδούλι υγρό
ως τον απέναντι γιαλό;
Δικό του,
του δασκάλου του
ή της θαλάσσης;»
Επομένως, η ζωή είναι ο θεατής εκείνου στο οποίο εμείς
δίνουμε ζωή! Εμείς διαλέγουμε, αλλά η ζωή νοηματοδοτεί την επιλογή μας.
Ανεξάρτητα από τη δική μας επιλογή, η οποία εντούτοις έχει τη σημασία της για
μας.
Σελ. 17
« Κάθε ίσκιος ψήνει
το σώμα που του ανήκει εξάλλου.
Όπως ο ήλιος
το αυτό σώμα.
Διαλέγεις και παίρνεις
-τον χρόνο σου:
Ίσκιος, σώμα ή ήλιος;
Είτε έτσι, είτ’ αλλιώς,
Αν δεν λαμποκοπήσεις στο χτιστό,
για χτιστό ή για άχτιστο
δε σε λογίζουν! »
Εδώ όμως βρίσκεται το θαυμαστό μυστήριο της ανθρώπινης
συνθήκης. Η δική μας επιλογή, επειδή σε μεγάλο βαθμό εμείς επινοούμε το
περιβάλλον μας, άρα και την ίδια τη ζωή μας, μπορεί να αλλάξει τους όρους της
συνθήκης μας. Αρκεί να λαμποκοπήσεις.
σελ. 15
Τί θα συμβεί όμως,
αν εμφανιστεί
ένας
έστω ένας
έστω νιος
-καθώς λέμε, πατημένος
στη τρίτη του
δεκαετία-
ο οποίος θα έχει σωπάσει
την μέσα του άταφη κουστωδία,
και θα ‘χει δεμένο το αυτί του μονάχα
στο κάλεσμα της Ζωής;
Τι;»
Ξεκινώντας
αυτό το κείμενο μιλήσαμε για το αδιαχώριστο στην ασύγχρονη συνάντηση ανάμεσα
στην πρόθεση του ποιητή, την πρόθεση του κειμένου και την πρόθεση του αναγνώστη.
Πώς
μπορώ λοιπόν, εγώ ο αναγνώστης, να αφεθώ στην αισθητική του ποιητικού έργου,
όταν ούτε εγώ, ούτε η γραφή, ούτε ο ποιητής, κανείς δεν είναι παρθένος, αφού
όλες και όλοι κουβαλάμε μέσα μας
την άταφη κουστωδία που δεν σωπαίνει, είμαστε δηλαδή πλήρεις προκαταλήψεων,
εμπειριών, προσδοκιών και ψευδαισθήσεων ;
Μήπως
αυτό διερωτάται το πέρασμα;
Μήπως
την ποιητική αισθητική την πλάθουμε με αδιαχώριστες και ανεπαίσθητες κινήσεις
δίνοντας μορφή στο πέρασμά μας;
Η
ποίηση του Πάνου Δρακόπουλου δεν αντιστοιχείται σε μια γλωσσική νοηματική
της καθημερινότητας, την οποία η σκέψη και οι πράξεις μας, περιορισμένες
στις κείμενες γλωσσικές δομές την επινοούν. Η γλώσσα υποδέχεται και
φιλοξενεί τον ποιητή, αλλά κι αυτός με τη σειρά του εντάσσει τη γλώσσα στην
επικράτεια της ποίησης.
«
…«Τι σόι πράγμα γράφεις εδωνά;»
Τον
ρωτούσαν οι γέροντες …»
Το
πέρασμα είναι η μετατόπιση από το ένα βήμα στο άλλο. Ο ποιητής γνωρίζει πως
μπορεί να μιλήσει για την μετατόπιση, επομένως την δημιουργεί με το λόγο του.
Μετατοπίζεται από δάσκαλος σε μαθητή, από νήπιο σε νεκρό και τανάπαλιν,
διαρρηγνύοντας την κείμενη αντιστοίχηση της χρονικής διαδοχής στην αντίληψη της
μεταβολής τόπων.
Το
πέρασμα δεν ορίζεται από κάποιο σημείο αφετηρίας και κάποιο σημείο
άφιξης, αυτά είναι αδιάφορα και αφηρημένα για τον Πάνο Δρακόπουλο. Το
πέρασμα ορίζεται καθαυτό σαν πρώτη ύλη της ανθρώπινης συνθήκης. Ενυπάρχει στο
νήπιο η σφαγή του, ενυπάρχει στον άγιο ο βασανισμός του, ενυπάρχει στον μαθητή
ο δάσκαλος, ενυπάρχει η συνομιλία στον μονόλογο.
Ο
Σίσυφος του Δρακόπουλου σημαίνει πολύ περισσότερα από την περιγραφή της
διαδρομής του. Δεν είναι μόνο ο Σίσυφος που παλεύει την ανηφόρα, είναι
και το βουνό που παλεύει τη συνθήκη του ως ανηφόρα κι ύστερα ως κατηφόρα. Το
βουνό, το χώμα και η πέτρα του Δρακόπουλου, έχει κι αυτό ψυχή, θέλει να χειραφετηθεί από
την ανάγκη, θέλει ελευθερία και φοβάται τις αλλαγές των εποχών, αλλά και την
ανία, την πλήξη μιας ύπαρξης χωρίς εποχές, χωρίς μεταβολές, χωρίς νόημα, χωρίς
έρωτα. Φοβάται την αχρονικότητα!
Οι 7
κινήσεις του Περάσματος είναι η διάρρηξη της ψευδαίσθησης των διαχωρισμών που
επιβάλλει η ανθρώπινη συνθήκη. Ο
Δρακόπουλος βιώνει στο Πέρασμά του αυτή την αντιστροφή, το βρέφος βγάζει τη
γλώσσα στην Ηρώδεια εξουσία, παίρνει δύναμη από τον ποιητικό λόγο,
χειραφετείται μέσα του, αποδρά από την αβάσταχτη ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας.
Διαβάζουμε στη
σελ.17
« Είναι
η φορά των πραγμάτων
που σ’ εξωθεί
για
χάριν τους
ενάντιά
τους»
Τα υποκείμενα και οι
πρωταγωνιστές εναλλάσσονται στο Πέρασμα του Πάνου και ανταλλάσσουν τις αγωνίες
τους. Μου θύμισε τον Σεφέρη. «Όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», λέει
με τον τρόπο του ο Γιώργος Σεφέρης, ενώ στη συνέχεια τα υποκείμενα του
ταξιδιού εναλλάσσονται:
«..Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε
πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του
λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια
περιγελάμε εκείνους που τη
νιώθουν.»
Όταν διαβάζουμε, ακούμε την απαγγελία μας. Ο
άπιστος απαγγέλλοντας βάζει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων δηλαδή στο
αποτύπωμα, στο ίχνος των καρφιών, των πληγών.
Ο άγιος άπιστος. Τι γίνεται όμως
με τις πληγές που δεν φαίνονται; Εκείνες που σβήστηκαν ή που δεν έχουν ακόμα συμβεί; Αυτές μας αφήνει να τις δούμε ο ποιητής, εάν αφεθούμε στην
αισθητική της ποίησής του.
Ευχαριστούμε τον Πάνο Δρακόπουλο για
το Πέρασμά του.
(*) Το παρόν κείμενο διαβάστηκε
κατά την παρουσίαση της σύνθεσης «Πέρασμα: ποίημα σε 7 κινήσεις», στο Poems ‘n’
Crimes [Αθήνα, Τρίτη,
29 Δεκεμβρίου 2015]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου