Μάλεκ Χοσεϊνί
Εγώ κι ο
άνθρωπός μου
Αλέξανδρος Κυπριώτης
Η διάθεσή μου δεν ήταν καλή. Ήταν καλή και δεν ήταν καλή.
Ήταν τρεις του Αμπάν.[1] Ήμουν
σε απόγνωση. Περιπλανήθηκα στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης·
αυτή τη φορά το βλέμμα μου κατευθύνθηκε περισσότερο στον Άνδρα που περπατάει.[2]
Μπήκα στο πάρκο. Ήξερα σε ποιο σημείο του πάρκου θα πάω· στο τμήμα του που
μοιάζει με δάσος, μ’ εκείνα τα όμορφα ξύλινα τραπέζια και παγκάκια. Για ένα
εικοσάλεπτο περπατούσα σε σύγχυση. Δεν υπήρχε ψυχή, αλλά και πάλι τα μάτια μου
αναζητούσαν ένα ήσυχο παγκάκι. Εντέλει κάθισα. Η απόγνωσή μου δεν είχε μειωθεί
στο ελάχιστο. Για κάποια λεπτά σάστισα εντελώς. Σιγά σιγά μ’ έπιασε να θέλω να
κλάψω. Δεν αντιστάθηκα. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Βούρκωσαν εντελώς. Όμως δάκρυ
δεν κύλησε. Έβλεπα λίγο θολά. Και μ’ έπιασε ένας κόμπος. Τον ένιωθα στον λαιμό
μου. Ξαφνικά λύθηκε. Άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Για τριάντα δευτερόλεπτα μ’
έπιασε κι ένας λυγμός. Ηρέμησα λίγο. Έγειρα το κεφάλι μου στην άκρη στο
παγκάκι. Έκλεισα τα μάτια μου. Ήθελα να καθαρίσω το μυαλό μου απ’ όλα. Ήταν δύσκολο. Με το τιτίβισμα ενός πουλιού
άνοιξα τα μάτια μου. Έβλεπα μόνο τα κλαδιά των δέντρων και το πράσινο των
φύλλων τους. Έβλεπα μόνο τα κλαδιά των δέντρων και το κίτρινο των φύλλων τους.
Έβλεπα μόνο τα κλαδιά των δέντρων και το πορτοκαλί των φύλλων τους. Συνέχισα να
κοιτάζω το ίδιο σημείο. Πρέπει να είχαν περάσει δέκα είκοσι λεπτά όταν ένας
ανεπαίσθητος πόνος στον αυχένα μ’ έκανε να συνέλθω. Κάθισα ίσια. Δεν σκεφτόμουν
τίποτα· τίποτα. Ήμουν βλέμμα και βλέμμα και βλέμμα. Περιέργως πως σάστισα. Αλλά
ένα παράξενο συναίσθημα με παρηγορούσε κιόλας. Σαν να έβλεπα ένα αμυδρό φως μες
στο σκοτάδι, σαν να έμενε λίγος χρόνος μόνο μέχρι ν’ απελευθερωθώ απ’ την
απόγνωση τόσων μηνών. Αλλά έμενε ακόμα. Εξακολουθούσα να χαζεύω γύρω μου.
Έβλεπα δέντρα και δέντρα και δέντρα· και το έδαφος και το παγκάκι, και πότε
πότε σιλουέτες ανθρώπων.
Το βλέμμα μου
είχε φτάσει στα κοντινά μου. Παρατηρούσε τον χώρο γύρω απ’ το παγκάκι μου.
Έφτασε στα παπούτσια και στα πόδια μου. Για δευτερόλεπτα έμεινε στα γόνατά μου
μέχρι που μέσα απ’ τα κενά στο παγκάκι έπεσε σε μια υφασμάτινη άσπρη και μικρή
τσάντα με χερούλια που ήταν στο έδαφος ακριβώς από κάτω μου. Από ’κεί στράφηκε
προς τ’ αριστερά αλλά πριν περάσει ένα λεπτό επέστρεψε. Κάτι υπήρχε μες στην τσάντα.
Έμοιαζε περισσότερο με βιβλίο. Έσκυψα σιγά σιγά και τη σήκωσα. Είχε λίγη σκόνη.
Ήταν ανοιχτή. Έριξα με προσοχή μια ματιά στο εσωτερικό της. Ήταν βιβλίο ή
ημερολόγιο. Το έβγαλα. Το ημερολόγιο ήταν σχετικά ελαφρύ με δερμάτινο εξώφυλλο
χρώματος […]. Δίστασα να τ’ ανοίξω. Θεωρούσα ότι δεν μου επιτρέπεται. Αλλά ίσως
ο άνθρωπος που του ανήκει να το αναζητά πόρτα πόρτα και αν τ’ ανοίξω ίσως να
μπορέσω να το παραδώσω στα χέρια του. Πείστηκα και τ’ άνοιξα. Ξεγελάστηκα και
τ’ άνοιξα. Ξεφύλλισα τις πρώτες σελίδες. Προσωπικά στοιχεία δεν υπήρχαν
γραμμένα· ούτε κάποιο όνομα ούτε κάποια διεύθυνση ούτε κάποιο τηλέφωνο. Πήγα
στο τέλος του· ούτε ’κεί υπήρχε κάποιο στοιχείο. Γύρισα στην αρχή. Ήταν
ημερολόγιο του έτους […]. Άρχισα να το ξεφυλλίζω. Στις αρχές του Φαρβαρντίν
ήταν γραμμένες τρεις σελίδες. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν ωραίος και
ευανάγνωστος, με μαύρο μελάνι. Έπρεπε να διαβάσω ή να μη διαβάσω; Διάβασα.
Γρήγορα. Μ’ έπιασε περισσότερη περιέργεια. Άρχισα να ξεφυλλίζω πάλι. Για δύο
εβδομάδες περίπου δεν υπήρχε κάποια καταγραφή. Μετά υπήρχε. Με μαύρο μελάνι
πάλι. Διάβασα. Ξεφύλλισα. Δεν υπήρχε εβδομάδα που να μην έχει κάποια καταγραφή.
Με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Πιο πολύ με μαύρο και μπλε μελάνι, κάποιες φορές
με μοβ. Δεν συνέχισα να διαβάζω άλλο. Ήταν κρίμα να διαβάζω επιφανειακά. Απλώς
ξεφύλλιζα γρήγορα γρήγορα. Τον έβδομο μήνα ήταν λιγότερες οι ημέρες που είχαν
μείνει κενές. Έφτασα στην τελευταία ημέρα του. Τη διάβασα. Μετά δεν υπήρχε μέρα
που να έχει κάποια καταγραφή. Μέχρι την τελευταία ημέρα του έτους δεν υπήρχε
καμία καταγραφή. Δεν υπήρχε ίχνος καταγραφής. Έτσι όπως ήταν ανοιχτές οι
σελίδες και οι αγκώνες μου πάνω τους, σήκωσα το κεφάλι μου. Το βλέμμα μου έπεσε
τριγύρω μου. Μετά πέρα μακριά. Και μετά, περνώντας μέσ’ απ’ τα κλαδιά και τα
φύλλα, πάλι στα κοντινά μου, και για μια στιγμή σε μια αμυδρή σιλουέτα λευκή.
Το μυαλό μου
είχε μουδιάσει εντελώς απ’ την απόγνωση στην οποία βρισκόμουν. Και τώρα λες κι
είχε πέσει ένας γρίφος στα χέρια μου, που έπρεπε να τον λύσω. Η απλούστερη λύση
ήταν ν’ αφήσω το ημερολόγιο στη θέση του. Δεν μπορούσα όμως. Ένα αδιόρατο
αίσθημα ευθύνης δεν μ’ άφηνε. Αν θεωρούσα λογικά πιθανό ότι ο άνθρωπος που του ανήκει θα επέστρεφε και θα το
έβρισκε, ίσως να τ’ άφηνα. Ίσως και όχι. Πιθανότατα όχι. Ίσως ο άνθρωπος που του ανήκει να τ’ άφησε ηθελημένα και
συνειδητά. Λες και κατέβασε ένα βαρύ φορτίο απ’ τους ώμους του και τ’ άφησε στο
έλεος του θεού, το εμπιστεύτηκε στα χέρια της μοίρας. Ίσως ελπίζοντας σε
κάποιον. Ίσως ελπίζοντας σε μένα.
Σηκώθηκα.
Περπάτησα προς την πάνω πλευρά του πάρκου. Σκεφτόμουν τα πράγματα που είχα
διαβάσει. Έπρεπε να το διαβάσω ολόκληρο. Σε πλήρη απομόνωση. Βγήκα στον δρόμο
από τη δυτική πλευρά του ξενοδοχείου Λαλέ.[3]
Πήρα ταξί και πήγα κατευθείαν σπίτι. Έφαγα κάτι, έβαλα την τσαγιέρα στο γκάζι
και κάθισα αναπαυτικά στην πολυθρόνα. Στις δυο τρεις ώρες που πέρασαν σήκωσα το
κεφάλι μου απ’ το ημερολόγιο μόνο για να φτιάξω τσάι και να βάλω τσάι να πιω.
Μέχρι τη μεθεπόμενη εκείνης της ημέρας, προχθές ακριβώς, που
είχα καθίσει πάλι στο ίδιο παγκάκι, το μυαλό μου το απασχολούσαν οι γραπτές
σημειώσεις. Και ακριβώς εκεί, χωρίς ελπίδα να ξαναδώ τον άνθρωπο που του ανήκει
το ημερολόγιο, ενώ το βλέμμα μου παρατηρούσε τα κλαδιά και τα φύλλα κι εγώ
γευόμουν την απόλαυση που μου είχε δοθεί, πήρα την απόφασή μου: πρέπει αυτή την
απόλαυση να τη δημοσιεύσω· με ελάχιστες διορθώσεις στις γραπτές σημειώσεις, και
να τους προσθέσω ένα τέλος και μια εισαγωγή, μάλλον επηρεασμένος απ’ την ίδια
την ατμόσφαιρα των γραπτών σημειώσεων. Επίσης δεν ξέρω από πού μου καρφώθηκε
στο μυαλό ο τίτλος Εγώ κι ο άνθρωπός μου· από το περιεχόμενο των γραπτών
σημειώσεων ή από την τριήμερη σχέση μου με τον άνθρωπο που είχε γράψει αυτές
τις σημειώσεις; Και τώρα το μόνο που μου μένει είναι να εύχομαι να φτάσει αυτό
το βιβλιαράκι και στα χέρια αυτού του ανθρώπου και να το διαβάσει και να έρθει
να με βρει (και αρκεί να πει ποιου έτους ημερολόγιο είναι το ημερολόγιό του και
τι χρώμα το εξώφυλλό του) για να του εμπιστευτώ τα πάντα – ωστόσο το θεωρώ
απίθανο να θέλει· αν ήμουν εγώ στη θέση αυτού του ανθρώπου δεν θα ’θελα. Αν
ήμουν εγώ στη θέση αυτού του ανθρώπου δεν θα ’θελα.
Ο
αφηγητής
7η Αμπάν
[…]
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο λογοτεχνικό
έργο του Μάλεκ Χοσεϊνί, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2022 από τον εκδοτικό
οίκο Καργκαντάν και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις η βαλίτσα με τον τίτλο Εγώ
κι ο άνθρωπός μου σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη. Στη νουβέλα Εγώ κι ο
άνθρωπός μου, κύριο μέρος της οποίας αποτελούν ολιγόστιχα ποιήματα και
μικρά πεζά, όλα εν είδει ημερολογιακών καταγραφών, ο Μάλεκ Χοσεϊνί παίρνει τον
ρόλο του αφηγητή «Μάλεκ Χ.», ο οποίος βρίσκει τυχαία ένα ημερολόγιο. Με έναν
εξαιρετικά λιτό και πυκνό λόγο, αλλά συνθέτοντας εικόνες που θυμίζουν
λεπτομέρειες καλλιτεχνικών φωτογραφιών, ζωγραφικών έργων τέχνης ή γλυπτών, ο
Χοσεϊνί αφηγείται μια σύγχρονη ιρανική ερωτική ιστορία που, αν και
καταδικασμένη στη σιωπή, μέλλει να γίνει κραυγή εξέγερσης σώματος και νου.
Εκμεταλλευόμενος αριστοτεχνικά την ιδιαιτερότητα της περσικής γλώσσας να μη
δηλώνεται με άρθρα, αντωνυμίες ή καταλήξεις επιθέτων και μετοχών το γένος του
ομιλητή ή του προσώπου για το οποίο γίνεται λόγος, ο αφηγητής κρατά –φυσικά και
ανεπιτήδευτα– μυστικό το φύλο των δύο εραστών. Το μόνο που αποκαλύπτεται για το
πρόσωπο που γράφει τις ημερολογιακές καταγραφές και για εκείνο για το οποίο τις
γράφει είναι η ερωτική σχέση τους. Με τον τρόπο αυτό ο Χοσεϊνί αναδεικνύει
ουσιαστικά την πεμπτουσία του έρωτα (να μεταμορφώνει τον ερωτευμένο,
ανατρέποντας κάθε κανονικότητα και αποκαλύπτοντας ως αβάστακτο κάθε περιορισμό
στη ζωή του) και αποκαθιστά στη συνείδηση του αναγνώστη το βίωμα αυτού του
αρχέγονου συναισθήματος ως επαναστατική πράξη.
Α. Κ.
[1] (Σ.τ.Μ.) Ο Αμπάν είναι ο 8ος μήνας
του περσικού ημερολογίου, το οποίο αρχίζει με την 1η του Φαρβαρντίν, η οποία
αντιστοιχεί στην εαρινή ισημερία και άρα άλλοτε στην 20η και άλλοτε στην 21η
Μαρτίου. Η 1η του Αμπάν αντιστοιχεί κατά συνέπεια άλλοτε στην 22α και άλλοτε
στην 23η Οκτωβρίου.
[2] (Σ.τ.Μ.) Εννοείται το χάλκινο γλυπτό του
Ελβετού γλύπτη και ζωγράφου Αλμπέρτο Τζακομέτι (1901-1966), γνωστό στα γαλλικά
ως Homme qui marche I, φυσικών
διαστάσεων, το οποίο βρισκόταν ήδη επί σάχη, πριν από την Ισλαμική Επανάσταση
του 1979, στον κήπο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Τεχεράνη μαζί με το
χάλκινο άγαλμα της Γυναίκας που στέκεται, γνωστό στα γαλλικά ως Femme Debout I. Έπειτα από εργασίες συντήρησης και τα δύο
αγάλματα μεταφέρθηκαν για λόγους προστασίας στο εσωτερικό του μουσείου το 2018.
[3] (Σ.τ.Μ.) Το «Διεθνές Ξενοδοχείο Λαλέ», όπως
μετονομάστηκε το 1980 το Inter-Continetal Tehran, που άρχισε να λειτουργεί στην Τεχεράνη τον
Οκτώβριο του 1971, βρίσκεται δίπλα στο Πάρκο Λαλέ (στα περσικά «λαλέ» σημαίνει
«τουλίπα»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου